Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Mικρή πράσινη θάλασσα

Οδυσσέας Ελύτης, Μικρή Πράσινη Θάλασσα


Ανήκει στη συλλογή «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά». Όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής γράφτηκαν τη διετία 1969-1970 στη Γαλλία και εκδόθηκαν το 1971 στην Ελλάδα.

Μορφή: αποτελείται από 23 στίχους. Ο πρώτος στίχος, από τον οποίο δανείζεται το ποίημα τον τίτλο του, επαναλαμβάνεται άλλες τρεις φορές (στ. 5, 12, 19) χωρίζοντας το ποίημα σε τέσσερα μέρη- ενότητες (1-4, 5-11, 12-18, 19-23).  Κάθε μέρος έχει περίπου τον ίδιο αριθμό στίχων(4,7,7,5), πράγμα που εξασφαλίζει έναν σταθερό ρυθμό στο ποίημα. Από τους 23 στίχους του ποιήματος, ένας μόνον, ο πρώτος, είναι γραμμένος σε ιαμβικό δεκατετρασύλλαβο μέτρο.

Στίχος 1: «Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ»: Ο στίχος αυτός Επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές και αποτελεί τον άξονα του ποιήματος. Σ’  αυτόν ενώνονται η θάλασσα και η νιότη, τα δυο αιώνια στοιχεία του κόσμου, που υπήρχαν ανέκαθεν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν όσο υπάρχει ο κόσμος. Αιώνιο και ακατάλυτο στοιχείο του κόσμου είναι και η ποίηση, η διάσπαρτη παντού ομορφιά που δημιουργείται από την ένωση των πιο ανόμοιων μεταξύ τους πραγμάτων (αρμονία) και δημιουργεί τη γοητεία του κόσμου και της ζωής. Η ένωση- ταύτιση δυο εντελώς ανόμοιων πραγμάτων (θάλασσα- νιότη), οικείων και γοητευτικών, δημιουργεί ένα καινούργιο στιγμιαίο καθεστώς που δεν προϋπήρχε, δημιουργεί μια νέα οντότητα, μια νέα ύπαρξη, την ομορφιά του στίχου, την ποίηση.
Η θάλασσα είναι μικρή, μα υπάρχει εδώ και χιλιετηρίδες και φέρνει μέσα της αξίες του ελληνισμού. Η νιότη αποκτά έναν κατεξοχήν ερωτικό χαρακτήρα, αφού ενσαρκώνεται από το δεκατριάχρονο κορίτσι. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η πρόσκαιρη δεκατριάχρονη νιότη διαιωνίζεται, καθώς συσχετίζεται με τη θάλασσα. Από την πλευρά της η θάλασσα είναι ανεξάρτητη από το χωροχρόνο. Ενσαρκωμένη, όμως, από ένα δεκατριάχρονο κορίτσι γίνεται οικεία, στοργικά, τρυφερή, ερωτική. Με το μεταμορφωτικό αυτό μηχανισμό της ταύτισης ο Ελύτης επιτυγχάνει «ενεστωποιήσει» τη χρονική διάρκεια και να υπερβεί τη φθορά. Μια άποψη, λοιπόν, της ελυτικής υπερπραγματικότητας είναι αυτή που βρίσκεται μέσα στο Αιγαίο και που αποκαλύπτεται συνεχώς από την οργιάζουσα ποιητική αίσθηση, τόσο στις συγχρονικές όσο στις διαχρονικές της διαστάσεις…
Η υποτακτική και το μελλοντικό «θα ήθελα» δηλώνουν ότι όσο και αν η θάλασσα είναι για τους Έλληνες μια κεκτημένη πραγματικότητα, ένα καθημερινό βίωμα, παραμένει κάτι το ασύλληπτο, που δεν μπορεί να φθαρεί.

Στίχος 2. «Που θα ήθελα να σε υιοθετήσω»: Η έκφραση επιθυμίας δε σημαίνει ότι η επιθυμία θα πραγματοποιηθεί. Η υιοθεσία συνιστά πράξη αγάπης. Ο ποιητής, χάρη σε αυτήν την πράξη αγάπης, «υιοθετεί», παίρνει υπό την προστασία του κάτι που δεν του ανήκει, τη «μικρή πράσινη θάλασσα», την ίδια την ποίηση.
Στίχος 3: Η τρυφερότητα για την Ιωνία (ο ποιητής κατάγεται από τη Μυτιλήνη) που χάνεται στις προσωπικές μνήμες και στις μνήμες της φυλής, δεμένη με τόπους και ιστορίες, είναι βέβαια νοσταλγική, προξενεί άλγος, που συμπυκνώνεται ρυθμικά στην επωδική μελαγχολική επίκληση…

Στίχος 4: «Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο»: Η βαθιά ανταπόκριση ανάμεσα  στον άνθρωπο και στη φύση φτάνει ως την πλήρη «ερωτική» ένωση και εκφράζει το ομοούσιο ανθρώπου –φύσης κάτω από κοινές κατηγορίες του κάλλους και του αγαθού…Η μεσογειακή ελληνική φύση είναι ο χώρος του κάλλους και της αρμονίας. Έτσι το κάλλος συλλαμβάνεται ως αισθητικό και ως ηθικό μέγεθος ταυτόχρονα και το θείο συλλαμβάνεται ομοειδές προς τη φύση και στοργικό προς τον άνθρωπο.

Η μαθητεία εξασφαλίζει ένα περιεχόμενο ζωής, υψηλές και σταθερές αξίες ζωής. Πρωταρχική τέτοια αξία είναι η σύνδεση της «μικρής πράσινης θάλασσας» (ποίησης) με την ιστορία και τη φύση. Η σύνδεση αυτή εξασφαλίζει την (ιστορική, εθνική) αυτογνωσία, ένα νόημα ζωής πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων. Η μαθητεία θα συμπληρωθεί χάρη στη σύνδεση με την παράδοση, τη χτεσινή, όπως και εκείνη της Ορθοδοξίας.

Στίχος 7: «Να γυρίσεις τον ήλιο και να ακούσεις»: Συστατική παράμετρος της αισιοδοξίας του Ελύτη είναι η βεβαιότητα της νίκης του καλού. Νίκη η οποία επιτυγχάνεται με σκληρούς αγώνες. Για να αποφασίσει, όμως, να αναλάβει κανείς αυτόν τον αγώνα, πρέπει να πιστεύει στο καλό και στην τελική του επικράτηση, να είναι δηλαδή αισιόδοξος.
Το γύρισμα του ήλιου είναι η επιστροφή του φωτός, η νίκη του φωτός επί του σκότους, η διάλυση του σκότους.

Στίχος 8: «Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς»: Η μοίρα, στο έργο του Ελύτη είναι πραγματικά μια δύναμη, δεν είναι, όμως, έξω από τα σύνορα του φυσικού κόσμου, αλλά μια ενδοκοσμική δύναμη, που ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Έτσι, δεν είναι ακαταμάχητη. Μπορούμε να αγωνιστούμε εναντίον της και να τη νικήσουμε.

Στίχοι 9-11: «και πώς\ Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται\ Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς\ που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα»: Μακρινοί συγγενείς δεν είναι οι ζωντανοί, αλλά οι νεκροί πρόγονοι- δημιουργοί αρχαίοι και νεότεροι: ποιητές, συγγραφείς, γλύπτες, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες κτλ. Οι νεκροί συγγενείς αποτελούν «τα άνθη της αύριον», «την αδιάλειπτη συνέχιση της ζωής και μετά θάνατον…»


Στίχοι 13-14: « με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα\ Να μπεις απ’  το παράθυρο στη Σμύρνη»: Η αναφορά της Σμύρνης σε συνδυασμό με την αναφορά της Ιωνίας μας οδηγεί στην ιστορία και τον πολιτισμό του μικρασιατικού ελληνισμού, που δε χάθηκε μετά την καταστροφή του 1922 και τον ξεριζωμό, αλλά επιβιώνει ως μνήμη και αίσθηση ζωής στις «αντιφεγγιές στην οροφή από τα Κυριελέησον και τα Δόξα Σοι»


Στίχοι 15-16: « Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή \ από τα Κυριελέησον και τα Δόξα Σοι»: Ο Χριστιανισμός εισήγαγε μια αίσθηση αγιοσύνης στα συστατικά του ελυτικού σύμπαντος και στον ίδιο τον ποιητή. Η παρουσία του ιδιαίτερου λατρευτικού τυπικού της Ορθοδοξίας εξαγιάζει τον κόσμο των αισθήσεων και την πνευματική παρουσία των μακρινών- (αρχαίων) συγγενών- ομοτέχνων, ενώ δένει την ποίησή του με την παράδοση των άμεσων προγόνων του.

Στίχος 18: «κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω»:  Η αίσθηση του γυρισμού των πραγμάτων είναι οικεία για τον ποιητή, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης…

Στίχος 20: «Για να σε κοιμηθώ παράνομα»: Η σχέση της πατρότητας καταλήγει, περνώντας από τη μια παράσταση στην άλλη, σ΄ ένα σμίξιμο ερωτικό και πνευματικό μαζί (υπέρβαση της αγάπης, μεγαλύτερο πλάτος και βάθος της αίσθησης). Καταλήγει δηλαδή σε μια σχέση που είναι «παράνομη», μη σύμφωνη με κάποιο νόμο (όχι κοινωνικό). Ίσως επειδή παραβιάζει τη νομοτέλεια του ιστορικού χρόνου (κάνει ταυτόχρονα στιγμιαίο το  αιώνιο, και αιώνιο αυτό που είναι πρόσκαιρο, κι έτσι υπερβαίνει τη φθορά). Στο συγκινησιακό επίπεδο η ερωτική πράξη υποτάσσει στις επιταγές των αισθήσεων την ιστορία, μετατρέποντάς την από ξερή χρονολογική απαρίθμηση γεγονότων σε ερωτικό βίωμα».


Στίχοι 21-23: «Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου\ Κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών\ Κομμάτια πέτρες τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου»:
Κομμάτια πέτρες: ελάχιστα υλικά στοιχεία, μέρη ενός όλου. Η αναφορά σε μέρη ύλης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μαθητεία του θα στηριχτεί και πάλι στις αισθήσεις. Στους στίχους 22,23 υπάρχουν, εκτός από την ολοφάνερη μεταφορά της ποίησης που γίνεται γυναίκα, η επαναφορά (επανάληψη) της φράσης «κομμάτια πέτρες», η οποία αποτελεί παρομοίωση (τα λόγια των θεών και τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου σαν κομμάτια πέτρες».

«Τα λόγια των Θεών» και «τ’  αποσπάσματα του Ηράκλειτου»: με τις δυο αυτές εκφράσεις επιστρέφει στην αρχική αφετηρία του ποιήματος, την Ιωνία. Η φράση «Τα λόγια των Θεών» θυμίζει την αρχή των ομηρικών επών, όπου ο ποιητής δεν είναι ο ίδιος που υμνεί τους ήρωές του, αλλά η Μούσα διά μέσου του ποιητή. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι ο ποιητής «βρίσκει στην αγκαλιά της Ποίησης το ποίημα, ενώ είναι αυτός που «γράφει» το ποίημα ( ο ποιητής ως «δημιουργός» και ως «δημιούργημα» της Ποίησης- δηλαδή αντιμετωπίζεται το ποίημα σαν τον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο: ως έκφανση μιας ολότητας)

Για τον Ηράκλειτο ποίηση σημαίνει δημιουργία, είναι το εσωτερικό κίνητρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στον ποιητή και στο στοχαστή ανήκει το έργο να αποκαλύψουν την ενότητα των αντιθέτων (όμορφο-άσχημο, καλό- κακό, ζωή- θάνατος…)

Με τις δυο αυτές εκφράσεις επιστρέφει στην ιωνική σκέψη, όπου η «εκπαίδευση» της «μικρής πράσινης θάλασσας» δεν περιλαμβάνει κανένα ορθολογιστικό στοιχείο. Στην Ιωνία η «μικρή πράσινη θάλασσα» διδάσκεται: την ηθική της φύσης, τη μαχητική και ανατρεπτική αισιοδοξία, την άρνηση του θανάτου και τη συνέχεια της ζωής, την ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσω της αγάπης.
Με την επιστροφή στην Ιωνία επανέρχεται εκεί από όπου ξεκίνησε: από την παιδική- εκστατική αντίληψη του κόσμου, τον χώρο του θαυμαστού, καταλήγει μέσω της έλξης του αγνώστου, του θαύματος της «μικρής πράσινης θάλασσας», και πάλι στο  χώρο του θαυμαστού, στην ποιητική- διαισθητική αντίληψη. Το τέλος της διαδρομής είναι ανάλογο με την αφετηρία της.

Ερωτική σχέση με την ποίηση

Συναιρώντας την αιώνια νεότητα του παιδιού μ’  εκείνη της θάλασσας και δημιουργώντας μια νέα θαυμάσια ποιητική ύπαρξη, που πρώτα μαθητεύει και ύστερα γίνεται δασκάλα της ζωής και του σύμπαντος κόσμου, μπορούμε να πούμε ότι κατά πρώτο λόγο ο Ελύτης εκφράζει την πάγια και συνειδητή εναντίωσή του στην κοινή λογική των πραγμάτων.
Το δεύτερο στοιχείο, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζει με αυτήν τη συναίρεση, είναι η βεβαιότητά του για τη διαδρομή αυτής της θαυμάσιας ποιητικής ύπαρξης. Αέναη και αγέραστη από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι σήμερα υπάρχει πάντα γύρω μας ολοζώντανη, με την πρώτη φρεσκάδα της νιότης παντού: από τα πιο απλά πράγματα του φυσικού κόσμου, μέχρι τις πιο σύνθετες δημιουργίες. Μ΄ αυτήν την έννοια η  θαυμάσια ποιητική ύπαρξη της «μικρής πράσινης  θάλασσας» αποτελεί ένα μόνιμο αντιστάθμισμα του κακού και των τερατουργημάτων του. Αυτή η παιδούλα η ποίηση είναι η αιώνια αγαπημένη, το σύμβολο ενός έρωτα παντοτινά νεανικού.

Η θαλασσινή οντότητα της Κόρης\Ποίησης

Ο ποιητής επιλέγει να δώσει στην Κόρη\ Ποίηση οντότητα θαλασσινή, γιατί είναι η «αναδυόμενη θεά Αφροδίτη», η Αρετή- η οποία ταυτίζεται με την Ελλάδα και την Παρθένο Μαρία- η αποθέωση όλων των θαλασσινών κοριτσιών του ποιητή (η Μαρίνα των βράχων, η Ελένη, η Κοιμωμένη, η Εύα) που τώρα αναδύεται για να μετατρέψει το σκοτάδι σε φως, σ΄ έναν κόσμο που έχει σαπίσει από την άγνοια και όπου οι άνθρωποι έχουν ανεξήγητα «μεγαλουργήσει». Είναι η μυθική κοπέλα που ξαναπλάθει τα πράγματα σύμφωνα με τις επιθυμίες της καρδιάς της, κάνοντας το αόρατο ορατό, αποκαλύπτοντας τα το απόκρυφο μυστήριο των απλών πραγμάτων με μια αθωότητα ανάμικτων αισθημάτων, στα οποί είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς το ιδεώδες από το πραγματικό. Είναι η ανατολή ενός καινούργιου λυρικού κόσμου, συνταυτισμένου με τις πιο καθάριες μορφές, με τα πιο αρχέτυπα σχήματα της ελληνικής φύσης, του ελληνικού αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, όπου μια νεότητα πνέει και βασιλεύει.
Αυτή η νεότητα αντιστοιχεί με την αθανασία. Είναι μια «θάλασσα- θέληση ζωής», μια χαρά ηρεμίας και νιότης.


Η ηλικία της μικρής πράσινης θάλασσας

Είναι η «ποιητική ηλικία» του ‘μαθητή’ Οδυσσέα Ελύτη, όταν άρχισε να μαθητεύει στην ιωνική σκέψη, που τόσο πολύ τον είχε ελκύσει: να δεθεί με την παράδοση τόσο τη μακρινή όσο τη χτεσινή, των γονιών του, αλλά και τη; Ορθοδοξίας και της ελληνικής φύσης. Είναι η ηλικία της «γλαυκής θύμησης», όπου θάλασσα και γυναίκα ταυτίζονται μέσα στη φωτεινή διαύγεια του Αιγαίου. Ο ποιητής εξυμνεί την παιδική ηλικία, την «εξοχή της ανοιχτής καρδιάς», που κατοίκησε αυτό το ονειρικό τοπίο με τους γλυκούς ρεμβασμούς του Αιγαίου, φτάνοντας στην αποθέωση του Έρωτα. Η ηλικία της μικρής πράσινης θάλασσας είναι ένας χώρος φωτεινός και πνευματικός, είναι η ηλικία «του φωτός και της ελπίδας».


Η ερωτική σχέση του Ελύτη με την ποίηση

Ο ποιητής οικοδομεί μια ερωτική σχέση με την ποίηση, γιατί η Κόρη\ Ποίηση τον οδηγεί προς την ερωτική βίωση της μακρόχρονης ελληνικής παράδοσης. Και αυτή η βίωση γίνεται όταν ο «μαθητής» ποιητής «ενηλικιώνεται» και «μέσα από τη μυητική διαδικασία του έρωτα, θα μπορέσει να ψηλαφίσει και να μάθει τα όσα ελάχιστα έχουν φτάσει ως αυτόν»
Μέσω,  λοιπόν, της ερωτικής αυτής διαδικασίας η πραγματικότητα γίνεται μύθος. Ο ποιητής, οικοδομώντας αυτήν την ερωτική σχέση με την ποίηση, νιώθει την ανάγκη να κατακτήσει το χώρο αυτό της μαγείας που αναδύθηκε μέσα από τα έμφυτα λυρικά του ξεσπάσματα, να τον ερευνήσει, να τον χρωματίσει ψυχολογικά, κατευθύνοντας τη μνήμη του, αυτό το «εν  εγρηγόρσει όνειρό» του στους πρώτους καιρούς των παιδικών χρόνων του, τότε που ο κόσμος, και χωρίς την επενέργεια της ποίησης, φαίνεται ακόμα πιο μαγικός στα μάτια μας. Έτσι το παρελθόν είναι μια κατάσταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή και αυτό το κράμα του χρόνου αντιστοιχεί με μια εκδοχή αιωνιότητας. Έτσι η «ερωτική ποίηση» του Ελύτη δε φοβάται τη φθορά του χρόνου, βάζει κάποια άλλη τάξη στα πράγματα του χρόνου και τελικά μας συμφιλιώνει με αυτά.

Εικόνες


Το ποίημα είναι μια απέραντη συναρμολόγηση εικόνων, όχι απλώς συμβόλων (με τον ήλιο ο ποιητής εξορκίζει το κακό από τον κόσμο και αποτελεί το σημείο εκείνο που στο εξαγνιστικό του φως γεννιέται και αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη, ο συμβολισμός της μικρής πράσινης θάλασσας), εικόνων- πραγματικοτήτων ποτ εξασκούν μια ισχυρότατη ποιητική έλξη, μια μαγεία ανεπανάληπτη. Ο Ελύτης με μία νέα ελληνική γλώσσα, δροσερή, παρθενική, ενάερη, μιλάει ρυθμικά και μαγικά για ένα σωρό πράγματ δικά μας, που τα είχαμε ξεχάσει, επειδή χρόνια ολόκληρα τα είχε λησμονήσει η ποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου