Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Γιώργος Ιωάννου

Γιώργος Ιωάννου

Ανήκει μάλλον στη β μεταπολεμική γενιά, στο κλίμα της «Σχολής της Θεσσαλονίκης» ή στην ευρύτερη περιοχή του εσωτερικού μονολόγου. Το έργο του είναι ιδιότυπο και μοναχικό.

Τεχνική

  • Μονομερής αφήγηση (εσωτερική ζωή ενός μόνο προσώπου). Στα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας. Πρόκειται για ένα αφηγηματικό πρόσωπο από την πλευρά του οποίου παρακολουθούμε τα εξιστορούμενα.
  • Διάσπαση αφηγηματικού θέματος( το κείμενο σχηματίζεται από θεματικές ψηφίδες που συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερικές και εξωτερικές συνάφειες. Έτσι, συγκλίνουν τα αφηγηματικά στοιχεία και συνθέτουν μια ορισμένη ψυχική κατάσταση).
  • Σύνθεση χρόνου (σύνθεση παρόντος-παρελθόντος και γενικά διαφόρων χρονικών στιγμών, σύμφωνα με την προσωπική αίσθηση του αφηγητή. Η αρχική στιγμή αποτελεί απλώς την αφετηρία κάποιας χρονικής ανάκλησης).
  • Υποβλητική φωνή που θυμίζει ανθρώπινη φωνή της καθημερινής ομιλίας (προσωπικό ύφος, ταυτότητα)
  • Όραση και ενόραση λαγαρή, χωρίς ίχνος αλλοτριωτικών επιδράσεων. Συλλαμβάνει με την παρθενική του όραση αυθεντικές πτυχές της νεοελληνικής ζωής.
  • Εκφραστκή ακρίβεια (αποδίδει με καίριο τρόπο το στόχο της)
  • Βιωματικό στοιχείο  (βίωμα: το εμπειρικό μεταστοιχειώνεται σε αισθητική οντότητα, δηλ. σε περιεχόμενο, όταν μέσα στο λογοτεχνικό υποκείμενο συντελείται πέρασμα από μια Α συναισθηματική κατάσταση σε μια Β—εμπειρία: πρώτη ύλη περιεχομένου)

Βιωματικότητα

Βιωματική είναι η λογοτεχνία που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα (όχι μόνο από την εμπειρία, αλλά και από τα συναισθήματα και τις φαντασιώσεις και τις ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος. Τα περισσότερα δε συμβαίνουν όπως μεταφέρονται ούτε είναι βιογραφικά.

Αυτό που έχει σημασία είναι ο κόσμος των λέξεων, ο κόσμος του συγγραφέα που ανακαλείται και ξετρυπώνεται μέσα από το βάθος της ψυχής του μ’ αυτό ή μ’ εκείνο το θέμα, αυτοβιογραφικό ή όχι.

Η χρήση του α προσώπου πηγάζει από μια ανάγκη ψυχολογική (δεν ενδιαφέρει αν είναι αυτοβιογραφικά περιστατικά). Οι βιωματικοί συγγραφείς κατευθύνονται εσωτερικά και χρησιμοποιούν οποιαδήποτε τεχνοτροπία και αυτό που θα γράψουν έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας (όχι λεξιθηρία και κούφια λόγια, όπως αυτοί που δεν έχουν ζήσει αυτά που γράφουν).

Τον Ιωάννου τον ενδιαφέρει αν το θέμα παρασύρει τον εσωτερικό μας κόσμο, τα κρυμμένα πράγματα που και εμείς δε συνειδητοποιήσαμε. Το θέμα είναι  το «δόλωμα»για να βγει ό,τι είναι κρυμμένο μέσα μας.

(από συνεντεύξεις του Ιωάννου)

Η Θεσσαλονίκη

  • Είναι πηγή έμπνευσης
  • Η γενέτειρά του, όπως την αποκαλεί
  • Είναι αντικείμενο  εξύμνησης
  • Δίνεται σε όλες τις εκφάνσεις και σε όλο το μάκρος της μεγάλης της ιστορίας.
  • Εκφράζει την αγάπη και την αφοσίωσή του σε αυτήν
  • Επισημαίνει τον κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων.
  • Με σχολαστικότητα δίνει τα γεωγραφο-τοπογραφικά της πόλης
  • Επιμένει στον ιστορικό χώρο (Βυζάντιο, πρόσφατα ιστορικά γεγονότα)
  • Ασχολείται με τον χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων (κοινωνία) και με την πνευματική ζωή, με επίκεντρο τους λογοτέχνες και το Πανεπιστήμιο
  • Απαριθμεί και περιγράφει τα σπουδαιότερα βυζαντινά μνημεία («βυζαντινό» και «αγιορείτικο» χρώμα της Θεσσαλονίκης)
  • Πλούσιος είναι ο κοινωνιολογικός και λαογραφικός χώρος με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.

Είναι ο βιωμένος χώρος που ενσωματώνει και τον αντίστοιχο βιωμένο χρόνο και η περιπλάνηση σ΄ αυτόν το χωρο0 χρόνο γίνεται μέσω της ανάμνησης. Η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου είναι πρωταρχικά μια πόλη μνήμης, μέσω της οποίας ο αφηγητής περιπλανάται μέσα στο χώρο και στο χρόνο.
Ο αφηγητής, που υποδύεται ο συγγραφέας, βλέπει την πόλη καθώς περιπλανάται σ’ αυτήν, Είναι η οπτική ενός πλάνητα, ενός ενήλικα που επιζητά να ανασυνθέσει τη χαμένη πόλη, τη χαμένη νιότη, τη χαμένη παιδικότητα και αθωότητα (άρα οι χώροι γίνονται ποιητικοί, λειτουργούν μεταφορικά, με συνδηλώσεις). Ό,τι αφορά την πραγματική πόλη είναι τέχνασμα του συγγραφέα. Διαμορφώνεται μια νέα πόλη, μέσω της μνήμης του αφηγητή και ο αναγνώστης συμμετέχει, αναζητώντας και αυτός το χαμένο χρόνο μέσα σε μια πόλη που κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Υπάρχει η πόλη του αφηγητή και η πόλη του αναγνώστη.

Για τη συλλογή «για ένα φιλότιμο»

Το εγώ του αφηγητή μειώνει την ένταση της παρουσίασης της πόλης, αφού την αντιμετωπίζει ως πρόφαση για τις διαθέσεις και τις εξομολογήσεις του. Οι χώροι λειτουργούν ως «δρομοδείκτες μνήμης», διασχίζει ο αφηγητής τους χώρους για να αισθανθεί τα βιώματα που του ανακαλούν (οι χώροι) στη μνήμη του.
Δομικά στοιχεία του πεζογραφικού έργου του Ιωάννου:
  • Το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και η ηλικία του αφηγητή
  • Χωρικές συντεταγμένες (και κοινωνικο-πολιτισμικές) της Θεσσαλονίκης όπου θα κινηθεί ο αφηγητής.

Σε αυτά τα αφηγήματα η ηλικία του αφηγητή (και η ματιά του) κυμαίνεται από την παιδική ως τη νεανική. Η χρονική απόσταση δεν έχει αποφορτίσει το βίωμα.

Ο αφηγητής περιπλανάται μόνος του στους δρόμους της πόλης, αποθησαυρίζοντας βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις. Ο αργός ρυθμός και η νωχέλεια συμβαδίζουν με την έκπληξη με την οποία αντικρίζει τα πράγματα γύρω του.
Ο αφηγητής συναντά χώρους που φιλοξενούν τον θάνατο και τον έρωτα.
Το περπάτημα του αφηγητή:
  • Είναι μέσο ψυχικής εκτόνωσης
  • Είναι μέσο ψυχικής ανάτασης και ηρεμίας
  • Μέσο ερωτικής αναζήτησης


Για τη συλλογή «η μόνη κληρονομιά»

Η πόλη ανήκει στην ιστορία και είναι και ο χώρος που κυριαρχεί το προσωπικό βίωμα του αφηγητή. Η ιστορία, μέσω και της χρονολογικής ένδειξης, στήνει το σκηνικό της αφήγησης.
Ποικίλλει η ηλικία ή η ματιά του αφηγητή (παιδί-έφηβος-ενήλικας) και ανάλογα φωτίζονται και οι χώροι.
Η πόλη μετατρέπεται σε σκηνικό που θα ακουμπήσουν τα γεγονότα και οι καταστάσεις που ανακαλεί στη μνήμη ο αφηγητής, γίνεται ο χώρος ανάδειξης του πνεύματος μιας εποχής που ο αφηγητής την  ανασύρει από το παρελθόν και την αναπλάθει στο αφηγηματικό παρόν.
Τώρα, το αφηγηματικό εγώ διαθλάται στο χώρο και στο χρόνο της πόλης και ανακαλεί εικόνες γεμάτες συλλογικά βιώματα (από το «Εγώ»στο «εμείς»). Οικοδομείται έτσι ο μύθος της πόλης. Το εδώ και το αλλού μεταλλάσσονται σε τώρα και άλλοτε.
Ανασύρονται εικόνες από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Οι χώροι της πόλης εμφανίζονται με τη μορφή θραυσμάτων, εικόνων και συναισθημάτων. Η ιστορία διαθλάται μέσα από τη μνήμη και εξαφανίζεται με τη μορφή θραυσμάτων, εικόνων και συναισθημάτων Αντίθετα  από το «για ένα φιλότιμο»,  δεν περιορίζεται στην πόλη κατά τη νύχτα, το εικοσιτετράωρο δείχνει όλα
τα πρόσωπἀ του.
Κυριαρχούν οι λαϊκοί χώροι.
Το ύφος και το ήθος της πόλης γίνονται πιο έντονα, αφού φιλτράρονται από το ύφος και το ήθος του συλλογικού οργανωτή, της Ιστορίας.

Διεύρυνση της πόλης (δρόμοι, λαϊκές συνοικίες)
  • Αποτελεί τη μυθολογία της πόλης, όπου αναφέρονται ρητά τα ονόματα των συνοικιών
  • Η μυθολογία της πόλης κρύβει και  την ορθόδοξη παράδοση και την περιπέτεια των προσφύγων.
Πρόκειται για τη νεότερη παράδοση των χρόνων της  κατοχής.
Όλα αυτά αποτελούν το σκηνικό όπου  το προσωπικό και το συλλογικό βίωμα συνυφαίνεται.

Μνήμη: λειτουργεί υπαινικτικά ελλεπτικά, πυκνά. Ανασυνθέτει εικόνες, αναπαραστάσεις, γεγονότα φιλτραρισμένα και διαμεσολαβημένα από το χρόνο.


Η ιστορία δίνεται υποκειμενικά, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του χρόνου και της τεχνικής της αφήγησης. Η χρἠση α ποσώπου οδηγεί στην «τέχνη του φενακισμού», δηλαδή την τεχνική να πλησιάζει  την αλήθεια και να μην την αποκαλύπτει.

Mικρή πράσινη θάλασσα

Οδυσσέας Ελύτης, Μικρή Πράσινη Θάλασσα


Ανήκει στη συλλογή «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά». Όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής γράφτηκαν τη διετία 1969-1970 στη Γαλλία και εκδόθηκαν το 1971 στην Ελλάδα.

Μορφή: αποτελείται από 23 στίχους. Ο πρώτος στίχος, από τον οποίο δανείζεται το ποίημα τον τίτλο του, επαναλαμβάνεται άλλες τρεις φορές (στ. 5, 12, 19) χωρίζοντας το ποίημα σε τέσσερα μέρη- ενότητες (1-4, 5-11, 12-18, 19-23).  Κάθε μέρος έχει περίπου τον ίδιο αριθμό στίχων(4,7,7,5), πράγμα που εξασφαλίζει έναν σταθερό ρυθμό στο ποίημα. Από τους 23 στίχους του ποιήματος, ένας μόνον, ο πρώτος, είναι γραμμένος σε ιαμβικό δεκατετρασύλλαβο μέτρο.

Στίχος 1: «Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ»: Ο στίχος αυτός Επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές και αποτελεί τον άξονα του ποιήματος. Σ’  αυτόν ενώνονται η θάλασσα και η νιότη, τα δυο αιώνια στοιχεία του κόσμου, που υπήρχαν ανέκαθεν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν όσο υπάρχει ο κόσμος. Αιώνιο και ακατάλυτο στοιχείο του κόσμου είναι και η ποίηση, η διάσπαρτη παντού ομορφιά που δημιουργείται από την ένωση των πιο ανόμοιων μεταξύ τους πραγμάτων (αρμονία) και δημιουργεί τη γοητεία του κόσμου και της ζωής. Η ένωση- ταύτιση δυο εντελώς ανόμοιων πραγμάτων (θάλασσα- νιότη), οικείων και γοητευτικών, δημιουργεί ένα καινούργιο στιγμιαίο καθεστώς που δεν προϋπήρχε, δημιουργεί μια νέα οντότητα, μια νέα ύπαρξη, την ομορφιά του στίχου, την ποίηση.
Η θάλασσα είναι μικρή, μα υπάρχει εδώ και χιλιετηρίδες και φέρνει μέσα της αξίες του ελληνισμού. Η νιότη αποκτά έναν κατεξοχήν ερωτικό χαρακτήρα, αφού ενσαρκώνεται από το δεκατριάχρονο κορίτσι. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η πρόσκαιρη δεκατριάχρονη νιότη διαιωνίζεται, καθώς συσχετίζεται με τη θάλασσα. Από την πλευρά της η θάλασσα είναι ανεξάρτητη από το χωροχρόνο. Ενσαρκωμένη, όμως, από ένα δεκατριάχρονο κορίτσι γίνεται οικεία, στοργικά, τρυφερή, ερωτική. Με το μεταμορφωτικό αυτό μηχανισμό της ταύτισης ο Ελύτης επιτυγχάνει «ενεστωποιήσει» τη χρονική διάρκεια και να υπερβεί τη φθορά. Μια άποψη, λοιπόν, της ελυτικής υπερπραγματικότητας είναι αυτή που βρίσκεται μέσα στο Αιγαίο και που αποκαλύπτεται συνεχώς από την οργιάζουσα ποιητική αίσθηση, τόσο στις συγχρονικές όσο στις διαχρονικές της διαστάσεις…
Η υποτακτική και το μελλοντικό «θα ήθελα» δηλώνουν ότι όσο και αν η θάλασσα είναι για τους Έλληνες μια κεκτημένη πραγματικότητα, ένα καθημερινό βίωμα, παραμένει κάτι το ασύλληπτο, που δεν μπορεί να φθαρεί.

Στίχος 2. «Που θα ήθελα να σε υιοθετήσω»: Η έκφραση επιθυμίας δε σημαίνει ότι η επιθυμία θα πραγματοποιηθεί. Η υιοθεσία συνιστά πράξη αγάπης. Ο ποιητής, χάρη σε αυτήν την πράξη αγάπης, «υιοθετεί», παίρνει υπό την προστασία του κάτι που δεν του ανήκει, τη «μικρή πράσινη θάλασσα», την ίδια την ποίηση.
Στίχος 3: Η τρυφερότητα για την Ιωνία (ο ποιητής κατάγεται από τη Μυτιλήνη) που χάνεται στις προσωπικές μνήμες και στις μνήμες της φυλής, δεμένη με τόπους και ιστορίες, είναι βέβαια νοσταλγική, προξενεί άλγος, που συμπυκνώνεται ρυθμικά στην επωδική μελαγχολική επίκληση…

Στίχος 4: «Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο»: Η βαθιά ανταπόκριση ανάμεσα  στον άνθρωπο και στη φύση φτάνει ως την πλήρη «ερωτική» ένωση και εκφράζει το ομοούσιο ανθρώπου –φύσης κάτω από κοινές κατηγορίες του κάλλους και του αγαθού…Η μεσογειακή ελληνική φύση είναι ο χώρος του κάλλους και της αρμονίας. Έτσι το κάλλος συλλαμβάνεται ως αισθητικό και ως ηθικό μέγεθος ταυτόχρονα και το θείο συλλαμβάνεται ομοειδές προς τη φύση και στοργικό προς τον άνθρωπο.

Η μαθητεία εξασφαλίζει ένα περιεχόμενο ζωής, υψηλές και σταθερές αξίες ζωής. Πρωταρχική τέτοια αξία είναι η σύνδεση της «μικρής πράσινης θάλασσας» (ποίησης) με την ιστορία και τη φύση. Η σύνδεση αυτή εξασφαλίζει την (ιστορική, εθνική) αυτογνωσία, ένα νόημα ζωής πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων. Η μαθητεία θα συμπληρωθεί χάρη στη σύνδεση με την παράδοση, τη χτεσινή, όπως και εκείνη της Ορθοδοξίας.

Στίχος 7: «Να γυρίσεις τον ήλιο και να ακούσεις»: Συστατική παράμετρος της αισιοδοξίας του Ελύτη είναι η βεβαιότητα της νίκης του καλού. Νίκη η οποία επιτυγχάνεται με σκληρούς αγώνες. Για να αποφασίσει, όμως, να αναλάβει κανείς αυτόν τον αγώνα, πρέπει να πιστεύει στο καλό και στην τελική του επικράτηση, να είναι δηλαδή αισιόδοξος.
Το γύρισμα του ήλιου είναι η επιστροφή του φωτός, η νίκη του φωτός επί του σκότους, η διάλυση του σκότους.

Στίχος 8: «Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς»: Η μοίρα, στο έργο του Ελύτη είναι πραγματικά μια δύναμη, δεν είναι, όμως, έξω από τα σύνορα του φυσικού κόσμου, αλλά μια ενδοκοσμική δύναμη, που ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Έτσι, δεν είναι ακαταμάχητη. Μπορούμε να αγωνιστούμε εναντίον της και να τη νικήσουμε.

Στίχοι 9-11: «και πώς\ Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται\ Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς\ που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα»: Μακρινοί συγγενείς δεν είναι οι ζωντανοί, αλλά οι νεκροί πρόγονοι- δημιουργοί αρχαίοι και νεότεροι: ποιητές, συγγραφείς, γλύπτες, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες κτλ. Οι νεκροί συγγενείς αποτελούν «τα άνθη της αύριον», «την αδιάλειπτη συνέχιση της ζωής και μετά θάνατον…»


Στίχοι 13-14: « με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα\ Να μπεις απ’  το παράθυρο στη Σμύρνη»: Η αναφορά της Σμύρνης σε συνδυασμό με την αναφορά της Ιωνίας μας οδηγεί στην ιστορία και τον πολιτισμό του μικρασιατικού ελληνισμού, που δε χάθηκε μετά την καταστροφή του 1922 και τον ξεριζωμό, αλλά επιβιώνει ως μνήμη και αίσθηση ζωής στις «αντιφεγγιές στην οροφή από τα Κυριελέησον και τα Δόξα Σοι»


Στίχοι 15-16: « Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή \ από τα Κυριελέησον και τα Δόξα Σοι»: Ο Χριστιανισμός εισήγαγε μια αίσθηση αγιοσύνης στα συστατικά του ελυτικού σύμπαντος και στον ίδιο τον ποιητή. Η παρουσία του ιδιαίτερου λατρευτικού τυπικού της Ορθοδοξίας εξαγιάζει τον κόσμο των αισθήσεων και την πνευματική παρουσία των μακρινών- (αρχαίων) συγγενών- ομοτέχνων, ενώ δένει την ποίησή του με την παράδοση των άμεσων προγόνων του.

Στίχος 18: «κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω»:  Η αίσθηση του γυρισμού των πραγμάτων είναι οικεία για τον ποιητή, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης…

Στίχος 20: «Για να σε κοιμηθώ παράνομα»: Η σχέση της πατρότητας καταλήγει, περνώντας από τη μια παράσταση στην άλλη, σ΄ ένα σμίξιμο ερωτικό και πνευματικό μαζί (υπέρβαση της αγάπης, μεγαλύτερο πλάτος και βάθος της αίσθησης). Καταλήγει δηλαδή σε μια σχέση που είναι «παράνομη», μη σύμφωνη με κάποιο νόμο (όχι κοινωνικό). Ίσως επειδή παραβιάζει τη νομοτέλεια του ιστορικού χρόνου (κάνει ταυτόχρονα στιγμιαίο το  αιώνιο, και αιώνιο αυτό που είναι πρόσκαιρο, κι έτσι υπερβαίνει τη φθορά). Στο συγκινησιακό επίπεδο η ερωτική πράξη υποτάσσει στις επιταγές των αισθήσεων την ιστορία, μετατρέποντάς την από ξερή χρονολογική απαρίθμηση γεγονότων σε ερωτικό βίωμα».


Στίχοι 21-23: «Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου\ Κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών\ Κομμάτια πέτρες τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου»:
Κομμάτια πέτρες: ελάχιστα υλικά στοιχεία, μέρη ενός όλου. Η αναφορά σε μέρη ύλης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μαθητεία του θα στηριχτεί και πάλι στις αισθήσεις. Στους στίχους 22,23 υπάρχουν, εκτός από την ολοφάνερη μεταφορά της ποίησης που γίνεται γυναίκα, η επαναφορά (επανάληψη) της φράσης «κομμάτια πέτρες», η οποία αποτελεί παρομοίωση (τα λόγια των θεών και τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου σαν κομμάτια πέτρες».

«Τα λόγια των Θεών» και «τ’  αποσπάσματα του Ηράκλειτου»: με τις δυο αυτές εκφράσεις επιστρέφει στην αρχική αφετηρία του ποιήματος, την Ιωνία. Η φράση «Τα λόγια των Θεών» θυμίζει την αρχή των ομηρικών επών, όπου ο ποιητής δεν είναι ο ίδιος που υμνεί τους ήρωές του, αλλά η Μούσα διά μέσου του ποιητή. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι ο ποιητής «βρίσκει στην αγκαλιά της Ποίησης το ποίημα, ενώ είναι αυτός που «γράφει» το ποίημα ( ο ποιητής ως «δημιουργός» και ως «δημιούργημα» της Ποίησης- δηλαδή αντιμετωπίζεται το ποίημα σαν τον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο: ως έκφανση μιας ολότητας)

Για τον Ηράκλειτο ποίηση σημαίνει δημιουργία, είναι το εσωτερικό κίνητρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στον ποιητή και στο στοχαστή ανήκει το έργο να αποκαλύψουν την ενότητα των αντιθέτων (όμορφο-άσχημο, καλό- κακό, ζωή- θάνατος…)

Με τις δυο αυτές εκφράσεις επιστρέφει στην ιωνική σκέψη, όπου η «εκπαίδευση» της «μικρής πράσινης θάλασσας» δεν περιλαμβάνει κανένα ορθολογιστικό στοιχείο. Στην Ιωνία η «μικρή πράσινη θάλασσα» διδάσκεται: την ηθική της φύσης, τη μαχητική και ανατρεπτική αισιοδοξία, την άρνηση του θανάτου και τη συνέχεια της ζωής, την ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσω της αγάπης.
Με την επιστροφή στην Ιωνία επανέρχεται εκεί από όπου ξεκίνησε: από την παιδική- εκστατική αντίληψη του κόσμου, τον χώρο του θαυμαστού, καταλήγει μέσω της έλξης του αγνώστου, του θαύματος της «μικρής πράσινης θάλασσας», και πάλι στο  χώρο του θαυμαστού, στην ποιητική- διαισθητική αντίληψη. Το τέλος της διαδρομής είναι ανάλογο με την αφετηρία της.

Ερωτική σχέση με την ποίηση

Συναιρώντας την αιώνια νεότητα του παιδιού μ’  εκείνη της θάλασσας και δημιουργώντας μια νέα θαυμάσια ποιητική ύπαρξη, που πρώτα μαθητεύει και ύστερα γίνεται δασκάλα της ζωής και του σύμπαντος κόσμου, μπορούμε να πούμε ότι κατά πρώτο λόγο ο Ελύτης εκφράζει την πάγια και συνειδητή εναντίωσή του στην κοινή λογική των πραγμάτων.
Το δεύτερο στοιχείο, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζει με αυτήν τη συναίρεση, είναι η βεβαιότητά του για τη διαδρομή αυτής της θαυμάσιας ποιητικής ύπαρξης. Αέναη και αγέραστη από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι σήμερα υπάρχει πάντα γύρω μας ολοζώντανη, με την πρώτη φρεσκάδα της νιότης παντού: από τα πιο απλά πράγματα του φυσικού κόσμου, μέχρι τις πιο σύνθετες δημιουργίες. Μ΄ αυτήν την έννοια η  θαυμάσια ποιητική ύπαρξη της «μικρής πράσινης  θάλασσας» αποτελεί ένα μόνιμο αντιστάθμισμα του κακού και των τερατουργημάτων του. Αυτή η παιδούλα η ποίηση είναι η αιώνια αγαπημένη, το σύμβολο ενός έρωτα παντοτινά νεανικού.

Η θαλασσινή οντότητα της Κόρης\Ποίησης

Ο ποιητής επιλέγει να δώσει στην Κόρη\ Ποίηση οντότητα θαλασσινή, γιατί είναι η «αναδυόμενη θεά Αφροδίτη», η Αρετή- η οποία ταυτίζεται με την Ελλάδα και την Παρθένο Μαρία- η αποθέωση όλων των θαλασσινών κοριτσιών του ποιητή (η Μαρίνα των βράχων, η Ελένη, η Κοιμωμένη, η Εύα) που τώρα αναδύεται για να μετατρέψει το σκοτάδι σε φως, σ΄ έναν κόσμο που έχει σαπίσει από την άγνοια και όπου οι άνθρωποι έχουν ανεξήγητα «μεγαλουργήσει». Είναι η μυθική κοπέλα που ξαναπλάθει τα πράγματα σύμφωνα με τις επιθυμίες της καρδιάς της, κάνοντας το αόρατο ορατό, αποκαλύπτοντας τα το απόκρυφο μυστήριο των απλών πραγμάτων με μια αθωότητα ανάμικτων αισθημάτων, στα οποί είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς το ιδεώδες από το πραγματικό. Είναι η ανατολή ενός καινούργιου λυρικού κόσμου, συνταυτισμένου με τις πιο καθάριες μορφές, με τα πιο αρχέτυπα σχήματα της ελληνικής φύσης, του ελληνικού αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, όπου μια νεότητα πνέει και βασιλεύει.
Αυτή η νεότητα αντιστοιχεί με την αθανασία. Είναι μια «θάλασσα- θέληση ζωής», μια χαρά ηρεμίας και νιότης.


Η ηλικία της μικρής πράσινης θάλασσας

Είναι η «ποιητική ηλικία» του ‘μαθητή’ Οδυσσέα Ελύτη, όταν άρχισε να μαθητεύει στην ιωνική σκέψη, που τόσο πολύ τον είχε ελκύσει: να δεθεί με την παράδοση τόσο τη μακρινή όσο τη χτεσινή, των γονιών του, αλλά και τη; Ορθοδοξίας και της ελληνικής φύσης. Είναι η ηλικία της «γλαυκής θύμησης», όπου θάλασσα και γυναίκα ταυτίζονται μέσα στη φωτεινή διαύγεια του Αιγαίου. Ο ποιητής εξυμνεί την παιδική ηλικία, την «εξοχή της ανοιχτής καρδιάς», που κατοίκησε αυτό το ονειρικό τοπίο με τους γλυκούς ρεμβασμούς του Αιγαίου, φτάνοντας στην αποθέωση του Έρωτα. Η ηλικία της μικρής πράσινης θάλασσας είναι ένας χώρος φωτεινός και πνευματικός, είναι η ηλικία «του φωτός και της ελπίδας».


Η ερωτική σχέση του Ελύτη με την ποίηση

Ο ποιητής οικοδομεί μια ερωτική σχέση με την ποίηση, γιατί η Κόρη\ Ποίηση τον οδηγεί προς την ερωτική βίωση της μακρόχρονης ελληνικής παράδοσης. Και αυτή η βίωση γίνεται όταν ο «μαθητής» ποιητής «ενηλικιώνεται» και «μέσα από τη μυητική διαδικασία του έρωτα, θα μπορέσει να ψηλαφίσει και να μάθει τα όσα ελάχιστα έχουν φτάσει ως αυτόν»
Μέσω,  λοιπόν, της ερωτικής αυτής διαδικασίας η πραγματικότητα γίνεται μύθος. Ο ποιητής, οικοδομώντας αυτήν την ερωτική σχέση με την ποίηση, νιώθει την ανάγκη να κατακτήσει το χώρο αυτό της μαγείας που αναδύθηκε μέσα από τα έμφυτα λυρικά του ξεσπάσματα, να τον ερευνήσει, να τον χρωματίσει ψυχολογικά, κατευθύνοντας τη μνήμη του, αυτό το «εν  εγρηγόρσει όνειρό» του στους πρώτους καιρούς των παιδικών χρόνων του, τότε που ο κόσμος, και χωρίς την επενέργεια της ποίησης, φαίνεται ακόμα πιο μαγικός στα μάτια μας. Έτσι το παρελθόν είναι μια κατάσταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή και αυτό το κράμα του χρόνου αντιστοιχεί με μια εκδοχή αιωνιότητας. Έτσι η «ερωτική ποίηση» του Ελύτη δε φοβάται τη φθορά του χρόνου, βάζει κάποια άλλη τάξη στα πράγματα του χρόνου και τελικά μας συμφιλιώνει με αυτά.

Εικόνες


Το ποίημα είναι μια απέραντη συναρμολόγηση εικόνων, όχι απλώς συμβόλων (με τον ήλιο ο ποιητής εξορκίζει το κακό από τον κόσμο και αποτελεί το σημείο εκείνο που στο εξαγνιστικό του φως γεννιέται και αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη, ο συμβολισμός της μικρής πράσινης θάλασσας), εικόνων- πραγματικοτήτων ποτ εξασκούν μια ισχυρότατη ποιητική έλξη, μια μαγεία ανεπανάληπτη. Ο Ελύτης με μία νέα ελληνική γλώσσα, δροσερή, παρθενική, ενάερη, μιλάει ρυθμικά και μαγικά για ένα σωρό πράγματ δικά μας, που τα είχαμε ξεχάσει, επειδή χρόνια ολόκληρα τα είχε λησμονήσει η ποίηση.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

ποιήματα για την ποίηση

Ποιήματα για την ποίηση



                                       Μ. Πολυδούρη
               
                                 Μόνο γιατί μ’αγάπησες

Βασικά θέματα της ποίησης της Πολυδούρη: έρωτας, θάνατος, ατμόσφαιρα μελαγχολίας, τόνοι περιπάθειας, βουβός θρήνος, αυθορμητισμός, ειλικρίνεια του αισθήματος. Όλα αυτά δίνονται με τη γυναικεία ευαισθησία και με έκφραση φυσική.

Πρόκειται για αισθήματα γνωστά :ο έρωτας, ο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με αποχρώσεις μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας.
Όλα αυτά τα σώζει μια πνοή αλήθειας και δίνει έναν αέρα μουσικής που βεβαιώνει την παρουσία μιας γυναικείας ψυχής με υφή θηλυκότητας.
Ο έρωτας γίνεται δύναμη που μεταμορφώνει την ύπαρξη μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.
Η πλούσια χαρά, επειδή την αγάπησε, νικά τον πόνο της και η ματωμένη φωνή γίνεται ένας γλυκύτατος κελαϊδισμός και ξεχύνεται σ΄ ένα ερωτικό υμνολόγημα.
Μοιάζει η γραφή της με ατομικό ημερολόγιο (βιωματικό στοιχείο-νεορρομαντική σχολή)

Για την Πολυδούρη, η έκφραση σήμαινε κατευθείαν μεταγραφή του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, μ΄ όλες τις εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις και υπερβολές που υπέβαλλε η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντός της και η ρομαντική της φύση (ωστόσο, κινείται πάνω από την τριβή, χωρίς να χαρακτηρίζονται τα έργα της από πεζολογία).
Κυνηγά το απόλυτο που γίνεται τελεσίδικα ανέφικτο, όταν το εντοπίζει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή.
Η γλώσσα της είναι ποιητική και χαρακτηρίζεται από φυσικότητα, λεπτότητα, λιτότητα, διαφάνεια, οξύτητα.

Πρόκειται για μια λυρική ελεγεία(γιατί: α. έχει επίγνωση του επερχόμενου θανάτου και β. είναι συγκρατημένος και παραπονεμένος ο τόνος της έκφρασης του ερωτικού της συναισθήματος).
Όταν γράφει, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη (δηλαδή στη φήμη) αλλά στην ίδια της την ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο. Φτάνει, με την ποίησή της, στις κορυφές της ερωτικής απελπισίας (ερωτικές κραυγές: μόνο γιατί με κράτησες…)

Το ποίημα αποτελείται από 9 στροφές (στο βιβλίο παρατἰθενται οι πέντε).

Πρόκειται για έμμεση ερωτική εξομολόγηση (προς ένα πρόσωπο που δε βρίσκεται στη ζωή). Δε γράφει για τα δικά της συναισθήματα, αλλά για την αγάπη που της χάρισε. Αποκαλύπτει παραστατικά τα συναισθήματά της χωρίς μελοδραματισμούς. Η λυρική ελεγεία γίνεται συγκαταβατικό παράπονο με γνήσιο δραματικό τόνο.

Θέμα :ομολογία από την ποιήτρια της καταλυτικής δύναμης του έρωτα στη ζωή της και έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον χαμένο εραστή της που έδωσε νόημα στη ζωή της.

Ο α στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνεται και έτσι δίνει νοηματική συνοχή στο ποίημα και αποτελεί βασικό στοιχείο της δομής. Παράλληλα, η επανάληψη δείχνει τα ευεργετικά αποτελέσματα της αγάπης (ακόμη και όταν αναφέρεται στο θάνατο).

Α στροφή: ο έρωτας είναι ποιητική έμπνευση σε κάθε εποχή
Β στροφή: ο έρωτας είναι πηγή ομορφιάς και συγκίνησης
Γ στροφή: καταξίωση της ύπαρξης μέσω του έρωτα
Δ στροφή: ο έρωτας είναι ο σκοπός και η ολοκλήρωση της ζωής
Ε στροφή: ο έρωτας είναι δύναμη εξοικείωσης με το θάνατο.

Με το β πρόσωπο (και στον τίτλο) δείχνει ότι απευθύνεται σε κάποιον προσωπικά.

«τραγουδώ»: αντίληψη νεορρομαντικών και νεοσυμβολιστών για το ποίημα-τραγούδι, γιατί σχετίζεται με τον καθαρό λυρισμό. Γι΄ αυτό ενδιαφέρονταν  κυρίως για την ηχητική απόδοση (μέτρο, ομοιοκαταληξία, επαναλήψεις, ρεφρέν-επωδός), όχι για την τεχνική αρτιότητα.
«περασμένα χρόνια»: παρελθόν
Χρησιμοποιεί ενεστώτα, γιατί η ερωτική εμπειρία επηραάζει και το παρόν και είναι πηγή ποιητικής και έμπνευσης.

Μορφή
Λεξιλόγιο: ουσιαστικά (συγκεκριμένα, που προδίδουν απτά χαρακτηριστικά στο συναίσθημα, και αφηρημένα)
Ρήματα (σε παροντικούς και παρελθοντικούς χρόνους, που στην αρχή δείχνουν την αντοχή της ερωτικής εμπειρίας και μετά, οι παρελθοντικοί, οδηγούν στο τέλος, στην ολοκλήρωση της ζωής μέσω του έρωτα).
Επίθετα, προσδιορισμοί του χρόνου.

Το ποιητικό εγώ ταυτίζεται με την ποιήτρια και υπάρχει η νοερή παρουσία ενός εσύ που είναι το αντικείμενο του έρωτά της. Η αναπόληση της αγάπης της είναι ένας τρόπος να βιώνει τα συναισθήματα που ένιωσε και προκαλεί συγκίνηση.

Ο τόνος της είναι συγκρατημένος και η φωνή της ανεπιτήδευτη. Με την εναλλαγή του α και β προσώπου επιτυγχάνεται η ταύτιση των προσώπων, ενώ με την εναλλαγή παροντικών και παρελθοντικών χρόνων δηλώνεται η διάρκεια των συναισθημάτων.
Ύφος: αμεσότητα, σαφήνεια, τρυφερότητα, θρηνητική διάθεση
Ρυθμός: θρηνητική διάθεση της ψυχής
Εκφραστικά μέσα: εικόνες περιγραφικές, υποβλητικές (ωραίε που…), μεταφορές παρομοίωση, αναδίπλωση του πρώτου και τελευταίου στίχου κάθε στροφής, επανάληψη (τα δύο τελευταία προσδίδουν και μουσικότητα)
Μέτρο: ίαμβος
Ομοιοκαταληξία: ζευγαρωτή (ο μεσαίος στίχος είναι ελεύθερος και μαρτυρεί έναν δισταγμό)
Στίχος: ο 1ος, 3ος, 5ος είανι προπαροξύτονοι δωδεκασύλλαβοι, ενώ ο 2ος και ο 4ος είναι παροξύτονοι επτασύλλαβοι (μουσικότητα)

Χρόνος: είναι αμείλικτη η παρουσία του, αφού το άλλο πρόσωπο δεν υπάρχει. Το παρελθόν συμπλέκεται με το παρόν. Με την αναπόληση προσπαθεί να εξουδετερώσει τη δύναμη του χρόνου. Η επικοινωνία «του εγώ»με το «εσύ»δείχνουν να μην εμποδίζονται από τη μεσολάβηση του χρόνου, που φαίνεται τελικά ότι δεν μπορεί να καταργηθεί (με τις αναφορές στα περασμένα και την αναφορά στον επικείμενο θάνατό της)

Είναι ποίημα ποιητικής: θίγει στην α στροφή το ζήτημα της ποιητικής έμπνευσης, δηλαδή τον έρωτα. Η ποίηση, όμως,  δεν υπερβαίνει τη ζωή, αλλά δίνει μια άλλη ποιότητα και διάσταση στη ζωή και την ανυψώνει.




                                      

                   



Κωνσταντίνος Καβάφης
Μελαγχολία….

Πρόκειται για ποίημα φιλοσοφικό ή «της σκέψης».
Είναι ένα τραγικό ποίημα.  Επιτυγχάνεται η αριστοτελική κάθαρση του ποιητή, με τη βοήθεια της τέχνης του. Εκφράζεται η αγωνία για τη φθορά, τον θάνατο, τον έρωτα.

Δυσανάλογα μεγάλος τίτλος για την επιγραμματικότητα και τη λιτότητα του ποιήματος (με προσεκτική  στίξη) που υποστηρίζει και συμπληρώνει το ποίημα. Ορίζει το (ψευδο)ιστορικό πλαίσιο(τόπος: Κομμαγηνή, χρόνος:595μ.Χ.) και τον αφηγητή(και την ιδιότητά του-το όνομα του ποιητή δίνει βαρύτητα), την ψυχική του διάθεση και δίνει διαχρονική ισχύ. Είναι ένας τίτλος που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μέσα στο κείμενο: Έτσι μελαγχολούσε…
Τίτλος «Μαχαίρι»:δείχνει τη φρίκη των γηρατειών και αφήνει ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Γι΄ αυτό τη χρεώνει στον Ιάσονα Κλεάνδρου.
 Η αντικειμενική ιστορικοπολιτική προοπτική κατακυρώνει  την υποκειμενική εξομολόγηση (προσδίδει αντικειμενικότητα, διαχρονικότητα στη μελαγχολία των γηρατειών).
Ο Καβάφης υποδύεται  ένα άγνωστο πρόσωπο, έναν ιστορικά ανύπαρκτο ποιητή του 395 π. Χ. Τα άγνωστα πρόσωπα ο Καβάφης τα έκανε σύμβολα της σκοτεινής ζωής που υπάρχει παντού και πάντα. Δηλαδή το ιστορικό ή φανταστικό πρόσωπο στα χέρια του Καβάφη ήταν ένας τρόπος έκφρασης του εσωτερικού του κόσμου (σκοτεινού, κλειστού, απαισιόδοξου, μελαγχολικού, μυστικού, αισθησιακού, αντιφατικού, τραγικού). Έτσι, ο Ιάσων Κλέανδρος είναι ο ίδιος ο Καβάφης, άνθρωπος και ποιητής. Ο Ιάσων Κλέανδρος λοιπόν είναι «τα άρρωστα νιάτα, τα ξεστρατισμένα στο κοιμητήρι των ηρών και των θεών, τα παιδεμένα από λογής λογής εφιάλτες, τα αναποφάσιστα, τα απελπισμένα». Η τραγική ουσία της ζωής, μπορεί να έχει αφήσει τα σημάδια της στο πέρασμα του χρόνου, όμως στον Καβάφη γίνεται τέχνη: ένα αντίδοτο, λοιπόν, κατά της φθοράς.
Και αυτή η φθορά θα αποτυπωνόταν πιο έντονα στο ποίημα, αν είχε απλώς τον τίτλο «Μελαγχολία ποιητού». Γιατί θα ήταν ένας «θησαυρισμένος πόνος» και μια άγρυπνη αγωνία ζωής, μήπως προλάβει ο θάνατος το γερασμένο σώμα του ποιητή και όχι η τέχνη, η οποία θα του κατευνάσει τον πόνο, επουλώνοντας την πληγή  από τα σημάδια του χρόνου. Τότε το ποίημα θα λειτουργούσε όπως το μαχαίρι που ανοίγει τις πληγές. Το κεντρικό πρόβλημα στη συνείδηση του Καβάφη είναι μια θεώρηση της ζωής όπου το πάθος της ζωής μετουσιωνόταν σε πάθος της τέχνης. Το πορτρέτο του Ιάσονος αντικειμενοποιεί και ενσαρκώνει υποκειμενικά βιώματα του ίδιου του ποιητή, όπως οι ηθοποιοί παίζουν ντυμένοι με ονόματα και στολές παλιάς εποχής.


Κομμαγηνή: παρηκμασμένη, σύμβολο φθπράς και κατάπτωσης έτσι γίνεται πιο αισθητή η μελαγχολία, αναλογικάπρος το περιβάλλον. Πρόκειται για έναν τόπο και μια εποχή ανακατατάξεων και αλλαγών (βλ. σχόλιο βιβλίου) όπως η εποχή του Καβάφη (1918). Υποχωρεί η ελληνική λαλιά, όπως στην Αλεξάνδρεια.
Θέμα: επίκληση του ποιητή Ιάσωνα Κλεάνδρου προς την τέχνη της ποίησης να απαλύνει τον πόνο του για τα γηρατειά.

Βασική ιδέα: παρηγορητική δύναμη της τέχνης
Θεματικοί άξονες: ζωή ( φθορά, ασχήμια, γηρατεία) –τέχνη (ομορφιά, αιωνιότητα)
Αφηγητής: Ιάσων Κλεάνδρου (έμμεσα ταυτίζεται με τον Καβάφη, λόγω της χρήσης του α προσώπου καο του ότι απασχολούσε τότε τον Καβάφη το θέμα των γηρατειών).
Γίνεται χρήση του ποιητικού προσωπείου, ταυτίζεται ο Καβάφης με το φανταστικό ποιητή. Αφηγείται ένα πλαστό πρόσωπο για να αποστασιοποιηθεί και να αποδώσει με πειστικότητα το προσωπικό συναίσθημα και έτσι αποφεύγεται η φτηνή συναισθηματολογία.

Ο διάλογος  με την ποίηση αποτελεί στην ουσία έναν εσωτερικό μονόλογο. Εκφράζεται ο πόνος για τα αδυσώπητα γηρατειά με εξομολογητικό τόνο.

.

1ος στίχος: μοτίβο των γηρατειών στο σώμα και στην μορφή (=ψυχική μορφολογία). Με τη λέξη γήρασμα θέτει το πρόβλημα που τον απασχολεί.
2ος στίχος: πληγή= ίσως η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα. Εδώ χρησιμοποιείται μεταφορικά. Η μελαγχολία του μοιάζει σχεδόν με το σωματικό πόνο, με έναν φρικτό πόνο. Το φρικτό μαχαίρι είναι ο χρόνος.
3ος στίχος: δεν έχω εγκαρτέρηση: απόγνωση αυτού που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη φθορά του χρόνου, αδυναμία ποιητή να παρηγορηθεί ή να υπομείνει.
4ος στίχος: λύση= προσφυγή στη τέχνη της ποίησης. Προσωποποιεί την τέχνη της ποίησης, χρησιμοποιεί β πρόσωπο.
5ος -6ος  στίχος: το κάπως και για λίγο (στ. 9) αναιρούν τη λύση, που μοιάζει πρόσκαιρη και περιστασιακή, μετριάζουν τη δυνατότητα.
Φάρμακα: σαν παραισθησιογόνα, η ποιητική πράξη μοιάζει με ναρκωτικό (=δραστηριοποίηση μνήμης, οραματισμός, ονειροπόληση, ανασύσταση εικόνων του παρελθόντος…). Έχουν σιγουριά τα λόγια του, από την προηγούμενη εμπειρία του, για το ρόλο της ποίησης. Οι προσδιοριστικές λέξεις φάρμακα και νάρκης υποβάλλουν την εντύπωση της μη οριστικής θεραπείας. Πρόκειται για δοκιμές να γεφυρώσει το χάσμα του χρόνου, να μεταφέρει στο σήμερα εικόνες από το παρελθόν, διαιωνίζοντάς τες, μέσω της τέχνης. Γίνονται απόπειρες νάρκωσης του πόνου από την αναπόφευκτη φθορά της θνητής ανθρώπινης φύσης, με τη Φαντασία και το Λόγο.
Φαντασία: αναπαραστατική (όχι δημιουργική), εικόνες, δηλαδή, του παρελθόντος που αναπλάθονται μέσω της μνήμης, ένα είδος παραμορφωμένης μνήμης. Όλη η ποίηση του Καβάφη χαρακτηρίζεται από έντονη τάση επιστροφής στο παρελθόν.
Λόγος: γνωστικό μέσο του απόλυτου, η βάση πολλών φιλοσοφικών θεωριών. Ο ποιητικός λόγος αποδίδει με λέξεις τη σύλληψη της φαντασίας, συλλαμβάνει, δίνει μορφή  στα οράματα, κατανοεί, ερμηνεύει.
7ος στίχος:επανάληψη
8ος στίχος: επιτατικός τόνος, λόγω έλλειψης της επιμονής (βλ. στ. 3)
9ος στίχος: για λίγο: λειτουργεί όπως το κάπως. Το για λίγο αναφέρεται στην ποσότητα, το κάπως στη χρονική διάρκεια. Έχει συνείδηση ότι η φθορά του σώματος και της ψυχής είναι αναπότρεπτη και η θεραπεία του πόνου μερική και προσωρινή. Η ποίηση, όμως, κερδίζει την αθανασία.

Ο θάνατος στον Καβάφη αντιμετωπίζεται σαν φυσικό φαινόμενο. Η ποίηση είναι γι΄ αυτόν υψηλή παρηγοριά. Το έργο του βγήκε κερδισμένο στο χρόνο.

Μορφή
Λεξιλόγιο: χρήση ουσιαστικών (συγκεκριμένων και αφηρημένων)
                   Ρήματα σε ενεστώτα (πιο έντονη αίσθηση του πόνου)
                    Επίθετο: φρικτό (δίνει ένταση)
                    Επιρρήματα: κάπως, για λίγο:έχουν λειτουργικό ρόλο

Γλώσσα: μικτή-χαρακτηρίζεται από επιγραμματικότητα και ακριβολογία
Ύφος: πεζολογικό, οικείο, εξομολογητικό
Εκφραστικά μέσα: προσωποποίηση, μεταφορές, υπερβατό, επανάληψη
Μέτρο: ιαμβικό
Στίχος: ανισοσύλλαβος, χωρίς ομοιοκαταληξία

Εκφραστικοί τρόποι επικοινωνίας ποιητή με την τέχνη της ποίησης και το κλίμα της επικοινωνίας.
§  Εσωτερικός μονόλογος σε μια μικτή γλώσσα
§  Διάλογος προσώπων που μετατρέπεται σε διάλογο ρυθμών, χωρίς λογοτεχνικά στολίδια. Υπάρχουν 3 μεταφορές μόνο(«καβαφική στέγνα»= ορθολογισμός, ρεαλισμός, λακωνισμός, σκεπτικισμός -αφορμή γοητείας και ηδονής με σημαντικότερη όμως μορφή τον αισθησιασμό του: αντιρρομαντικός και αντιρρητορικός ο Καβάφης νιώθει από τις πέντε αισθήσεις περισσότερο την αφή)


                     Κλίμα οικείο, ανθρώπινο, μια ατμόσφαιρα που δεν μπορούμε παρά να τις παραδοθούμε ανυπεράσπιστοι, γιατί διαπερνά στα βάθη της ψυχής μας, όπου αγρυπνά ο πιο ευαίσθητος εαυτός μας. Ο Καβάφης, εραστής της ζωής, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με  τα γεράματα σαν να προσπαθεί να συμφιλιωθεί μαζί τους. Ο Καβάφης θα λέγαμε μυθοποιεί τα βιώματά του, κάνοντάς τα πρόσωπα. Και αυτή η προβολή της μορφής σε αυστηρώς καθορισμένες εικόνες, χωρίς έξαρση και φανερό πάθος, αποκτά καθαρή αντικειμενικότητα. Ρεαλισμός, λοιπόν, που κατά κάποιον τρόπο αντιγράφει την πραγματικότητα, αναπλάθει πιστά ένα όραμα, δίνει το σκίτσο του με λίγες αδρές, αλλά πολύ καθορισμένες λεπτομέρειες, από την εξωτερική ή εσωτερική του κατάσταση.

Ο Δαρείος


 Όπως μας πληροφορεί ο Τσίρκας, ο άλλοτε φιλοβασιλικός Καβάφης υπογράφει τη δήλωση που τον υποχρεώνουν οι Άγγλοι  ότι υποστηρίζει τον Βενιζέλο, παίρνοντας προβιβασμό και αύξηση μισθού. Ο Καβάφης βιώνει την ετερότητα ως άτομο- πολίτης, καθώς υποχρεώνεται να αρνηθεί την ιδεολογία του, αλλά και ως καλλιτέχνης- δημιουργός, φτάνοντας μάλιστα σε ποιητικό δίλημμα. «Μέσα σε πόλεμο- φαντάσου ελληνικά ποιήματα».
 Στον Δαρείο το επίκαιρο γεγονός, η δήλωση του ποιητή, που υπέστη όλες τις  μυστικές διεργασίες, αποσιωπάται, προβάλλεται όμως η αιτία που το προκάλεσε, ο πόλεμος, για να αναχθεί και αυτός με    τη σειρά του στην αλαζονεία και στη μέθη της εξουσίας, την αρχή των δεινών. Ο ποιητής κατορθώνει να άρει το χάσμα ανάμεσα στο παρόν και στο ιστορικό παρελθόν με διπλή χρονική μετάθεση που εδράζεται στην παραλληλία των ιστορικών εποχών. Από το παρόν (Αίγυπτος 1917) με ένα πρώτο χρονικό άλμα φτάνει στην εποχή  του Βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη και με ένα ακόμα μεταπηδά στην ιστορική περίοδο του βασιλιά των Περσών Δαρείου. Τα κοινά στοιχεία που καθιστούν δυνατή την παραλληλία είναι ο πόλεμος και η εξουσία σε όλη της την εκτροπή. Ο Καβάφης ντύνοντας το οδυνηρό βίωμά του με τον αστραφτερό ιστορικό μανδύα και θωρακίζοντάς το με τα σύμβολα (Δαρείος, Μιθριδάτης…) το αποπροσωποποιεί και το ανάγει στη σφαίρα της τέχνης. Αυτή είναι η προθετικότητα του ποιητή: ξεκινώντας από το     προσωπικό και μερικό  ( το βίωμά του)να συν- πορευτεί με τον αναγνώστη στο τελικό συμπέρασμα- μήνυμα:  η αλαζονεία και μέθη της εξουσίας προξενούν τους πολέμους οι οποίοι προκαλούν την κοινωνική και ατομική ετερότητα.
  Το «εγώ» είναι ο ίδιος ο Καβάφης ο οποίος παραμένοντας έξω από τα δρώμενα εκτελαί χρέη άλλοτε ενός παντογνώστη και άλλοτε ενός ομοδιηγητικού αφηγητή με την εναλλαγή τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης.
  Ο Καβάφης, στην αυλή του Μιθριδάτη στήνει μια θεατρική παράσταση  με δική του σκηνοθεσία, δικό του σενάριο και με πρωταγωνιστή το Φερνάζη που βρίσκεται στην πιο κρίσιμη στιγμή της ποιητικής του δημιουργίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την παράσταση έμμεσα από την αφήγηση του Καβάφη, ο οποίος μέσα από τη δική του ποιητική σύλληψη για τον Δαρείο θεάται προσεκτικά και μας αφηγείται τη δημιουργία ενός άλλου «Δαρείου» από το « έτερόν» του, το Φερνάζη.
  Η αγγλική εξουσία στην Αίγυπτο την εποχή του Καβάφη αντιστοιχίζεται με την εξουσία του Μιθριδάτη και του Δαρείου. Η παρέμβαση κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου πολέμου του έκτακτου γεγονότος, της δήλωσης υπέρ του Βενιζέλου, η οποία δίχασε τον Καβάφη υπαρξιακά και καλλιτεχνικά, βρίσκεται σε αντιστοιχία με το ποιητικό δίλημμα του Φερνάζη, υπαρξιακό και καλλιτεχνικό απότοκο του πολέμου με τους Ρωμαίους. Η είσοδος του υπηρέτη, που ως άγγελος αρχαίας τραγωδίας αναγγέλλει τη συμφορά, αφήνει ενεόν το «έτερον», αλλά φορτίζει συναισθηματικά και το «εγώ». Η ουδέτερη ως τώρα αφήγηση αποκτά συγκινησιακή χροιά και το τρίτο πρόσωπο μεταπίπτει σε πρώτο πληθυντικό. Το «εγώ» και το «έτερον» συγκλίνουν και γίνονται «εμείς» για να αντιμετωπίσουν το υπαρξιακό τους πρόβλημα και τη δοκιμασία της ποίησης.
  Το δίλημμα το γέννησε η αντιπαράθεση της πολεμικής καταδρομής και της επίμονης ποιητικής ιδέας. Παρόλη «την ταραχή και το κακό» η Τέχνη νικά και η αναστολή της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποδεικνύεται παροδική. Η καλλιτεχνική προσήλωση δε σβήνει ποτέ, ακόμη και μέσα στη βίαιη ιστορική πράξη που είναι ο πόλεμος. Η ποίηση δοκιμάζεται, αλλά τελικά διασώζεται.
  Έτσι μέσα από την ποιητική διαδικασία αναδύεται η αλήθεια και αποκαθίσταται η ενότητα του «εγώ» και του «ετέρου» αίρεται η ετερότητα. ‘Αγγλοι, Ρωμαίοι, Μιθριδάτης, Δαρείος είναι το ίδιο πράγμα, είναι το διαχρονικό πρόσωπο της εξουσίας, ομοούσιον με την αλαζονεία και τη μέθη, η οποία αλλοτριώνει τους λαούς και διχάζει τα άτομα. Οι λαοί και τα άτομα είναι τα αθώα θύματα μπλεγμένα στα δίχτυα της αλαζονείας και της μέθης, τα τραγικά πιόνια της σκακιέρας της ζωής. Στον Καισαρίωνα η ποίηση δρα επανορθωτικά, αποκαθιστώντας την αδικία της Ιστορίας εις βάρος του. Στον Δαρείο δρα λυτρωτικά. Καθώς αποκαλύπτει και προβάλλει την αληθινή αιτία του κακού λυτρώνει τον άνθρωπο από τις ενοχές του για πράξεις που άλλοι ευθύνονται και, καθώς αυτός απεκδύεται τον διπλό ρόλο θύτη και θύματος, βρίσκει «πλοίον και οδόν» στη ζωή του και δικαιωματικά πολιτογραφείται «εις των ιδεών την πόλιν».

Σχέση ιστορικής πραγματικότητας και ποιητικής στάσης του Φερνάζη. Η προσωπικότητα και το ήθος του.

  Ο ποιητής μένει άφωνος, καθώς, λόγω του πολέμου, ο Μιθριδάτης δε θα ασχοληθεί με τα ποιήματά του. Ο ποιητής Φερνάζης είναι ο άνθρωπος της «μη δράσης», αλλά της υλικής συμμετοχής στη ζωή. Παριστάνει τον εαυτό του σπουδαίο, αφού μ΄ ένα ποίημά του φαντάστηκε πως «ανέβηκε της Ποιήσεως τη σκάλα» κι έγινε μεγάλος ποιητής, ώστε τελικά «να αποστομώσει τους φθονερούς επικριτάς του». Το ρήμα «αδημονεί» αλλά και το θαυμαστικό, υποδηλώνουν πως ο Καβάφης βλέπει το επεισόδιο από ειρωνική απόσταση, ενώ η πατρίδα του κινδυνεύει να πέσει στα χέρια των ρωμαϊκών λεγεώνων. Ίσως εδώ ο Καβάφης εκφράζει την αντίληψη της εποχής του: τρυφηλότητα, μαλθακότητα, διασκέδαση, «αρωματισμένη ζωή», διαβρωτικός κοσμοπολιτισμός, άμβλυνση της έννοιας της πατρίδας, απουσία ηρωισμού, ατομικισμός.
  Η στάση, λοιπόν, του Φερνάζη, που αδιαφορεί για την τύχη της πατρίδας του και ενδιαφέρεται για το μέλλον του ποιήματός του, είναι μια επίδειξη προσποίησης και αμφίβολου γούστου, που αντανακλά το διαζύγιο ανάμεσα στη λογοτεχνική κοινωνία και τις ιστορικές πραγματικότητες, χαρακτηριστικές ενός πολιτισμού στην τελευταία φάση της παρακμής του, όπως το βλέπει ο Καβάφης. Ο Δαρείος και ο Μιθριδάτης αργότερα είχαν σφετεριστεί το θρόνο με αιματηρές δολοπλοκίες, λόγω της αλαζονικής και υβριστικής τους φιλοδοξίας. Έτσι ο Φερνάζης λύνει το δίλημμα, προσαρμόζοντας την ποιητική του ιδέα στις νέες συνθήκες επικράτησης των Ρωμαίων.

Το ήθος και  ρόλος του υποθετικού αφηγητή (α πληθυντικό πρόσωπο)
Το έργο τέχνης, καθώς εκφράζει τον άνθρωπο, υποδηλώνει πάντα έναν κανόνα ζωής (το δέον) κι αυτό αποτελεί τη φυσική συνέπεια της παροχέτευσης του εσωτερικού του κόσμου στην έκφραση.
Ο υποθετικός αφηγητής είναι ο άνθρωπος- Καβάφης, που έχει μέσα του και τον ποιητή –Καβάφη. Και αυτό το συνταίριασμα της ζωής  και της τέχνης στον άνθρωπο, εξηγεί κιόλας μια διδακτική προδιάθεση που υπάρχει στην ποίησή του. ΄Ετσι η δεοντολογία βγαίνει σαν ώριμος καρπός από το στοχασμό του. Μας προσφέρει, λοιπόν, και μια ηθική, διά μέσου μιας γνωμολογίας που αναφέρεται σε θέματα γενικά και στην ατομική περιπέτεια.
Μια στωική αλλά και «δωρική», «Κάλβεια» ηθική τάξη που περισσότερο απ΄ όλα τιμά την αρετή, την ευστάθεια, τη συνείδηση του χρέους και την αυτοθυσία. Μια στάση ζωής που αντιπροσωπεύει μια κριτική στάση απέναντι στον κόσμο, που ξεπερνά το οπτικό πεδίο της εποχής του.
Έτσι ο Καβάφης παίρνει μια φράση, ένα επίγραμμα ή ένα ιστορικό- πολιτικό πλαίσιο και αφήνει τη φαντασία του ελεύθερη να πλάσει τον κόσμος της. Ο ρόλος του είναι να μεταδώσει το βαθύτερο νόημα και το ύφος του παλιού καιρού. Γι΄αυτό και στο Δαρείο έκανε το ασήμαντο γεγονός σύμβολο της σκοτεινής ζωής που υπάρχει παντού και πάντα και γι΄ αυτό διάλεξε την εποχή της παρακμής: θέματα φθοράς και ματαιότητας της ζωής και της σκέψης. Ο Καβάφης, λοιπόν, αντιπαραθέτει στο ποίημά του αυτό την πραγματικότητα της καταστροφής προς τη πτωχοαλαζονεία των βαρβάρων, που προσπαθούν με κούφια επίδειξη να οικειοποιηθούν τον Ελληνισμό.

Η Καβαφική ειρωνεία αναβρύζει από βαθύτερα στρώματα. Είναι η πικρή ειρωνεία του ανθρώπου που κατέχει τη συνείδηση της ματαιότητας. Η φιλοσοφική ειρωνεία ενός ηδονοθήρα που ξέρει, που έχει νιώσει κατάβαθα, πως τίποτε δε διαρκεί και τίποτε δεν ισοσταθμίζει τη δίψα μας. Η τραγική ειρωνεία ενός καταδικασμένου που τα άκουσε πια τα βήματα των Ερινύων.

Ο Καβάφης ανήκει  στον απόδημο Ελληνισμό. Η Ανατολή και η Δύση μπερδεύονται, ανακατεύονται στα βήματά του και ο Καβάφης είναι από παράδοση χριστιανός και από πεποίθηση ειδωλολάτρης.


Εγγονόπουλος-Αναγνωστάκης

Το ποίημα του Αναγνωστάκη φαίνεται πως είναι απάντηση στον Εγγονόπουλο: α. από τον τίτλο (σύμπτωση ονόματος-αν και ο Αναγνωστάκης το αφιέρωσε σε ένα  συναγωνιστή του, τον Νίκο Ευστρατιἀδη) β. από την ημερομηνία γ. από τη θεματική σχέση δ. από τη σκόπιμη μίμηση της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου.

Εγγονόπουλος: Το 1948 είναι το κορύφωμα του εμφύλιου. Επικρατεί ο σπαραγμός, ο θάνατος. Είναι μια αντιποιητική εποχή που η ποήση μοιάζει μάταιη και εξωπραγματική πολυτέλεια. Θεωρεί, λοιπόν, ότι είναι η σιωπή προτιμότερη, για να εκφράσει έτσι την τραγικότητα της κατάστασης και την πίκρα για την ποσοτικά περιορισμένη παραγωγή. Ωστόσο, τα επισημαίνει αυτά γράφοντας ποίηση.
Ως προς τη μορφή, ο λόγος είναι τεμαχισμένος (στοιχείο υπερρεαλισμού), ακρωτηριασμένος, σαν μοναχικό ψέλλισμα, σαν να σπαράχτηκε από το μακελειό. Στοιχείο υπερρεαλισμού είναι επίσης και η εικόνα με τα αγγελτήρια θανάτου.

Αναγνωστάκης: υιοθετεί τον ακρωτηριασμό του λόγου. Δε συμφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης που τη θεωρεί λιποταξία, λόγω της αριστερής του ιδεολογίας και επειδή πιστεύει στη στρατευμένη ποίηση. Πιστεύει στη ρεαλιστική άποψη της τέχνης, που θεωρεί την τέχνη «καθρέφτη»της ζωής και της πραγματικότητας. Πιστεύει στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, δηλαδή στην καταγραφή του καιρού του, στην καταγγελία (των κακώς κειμένων). Έτσι, είναι ρεαλιστική η ποιητική γραφή του Αναγνωστάκη και μαρτυρεί την ευαισθησία του ποιητή για τη σωστή καταγραφή.
Στίχος: μεγαλόπνοος, αρθρωτός, δραματικός
Λόγος: γυμνός, ουσιαστικός, υπαινικτικός.
Είναι ένας πολυσήμαντος μονόλογος για την τραυματική εμπειρία του πόνου και την αδυναμία επικοινωνίας. Υπάρχει σύνδεση με τη συγκεκριμένη ιστορικότητα.
Χρησιμοποιεί συμβολικό λόγο, καθώς δεν μπορεί να ξεμπερδέψει το κουβάρι των συναισθημάτων του και οι λέξεις του φαίνονται ασύνδετες, ανεπαρκείς.
Πέρα από την πολιτική συνείδηση, δεν πρέπει να ξεχνούμε το νοηματικό πυρήνα, καθώς προβάλλει την οδυνηρή έλλειψη ενός ενδεχόμενου κόσμου που δεν κερδήθηκε και την αξιακή κρίση αυτού που τον υποκατέστησε (καταστροφική ανοικοδόμηση).
Τα παραπάνω τα δίνει με έναν ποιητικό τόνο χαμηλό, πικρό, καθαρό και σκληρό, γιατί τα πράγματα ουσίας απαιτούν και μια ποίηση ουσίας και χρειάζεται αξιοπρέπεια, συνέπεια, καθαρότητα.




Ποίηση 1948
Συλλογή: «Ελευσίς»
Θέμα: ο ρόλος της ποίησης σε δυσμενείς ιστορικές συνθήκες ( θεματικοί άξονες: η σχέση της ποίησης με την ιστορική πραγματικότητα-φαίνεται και στον τίτλο)
Λογική διάρθρωση σε δύο μέρη :αίτιο-αποτέλεσμα
Ο ίδιος δεν παίρνει θέση. Ο υπερρεαλισμός δε δέχεται τη στράτευση της ποίησης.
Το περιεχόμενο της ποίησης παρουσιάζεται θλιβερό και πένθιμο.

Μορφή
Το γ πρόσωπο προσδίδει αντικειμενικότητα.
Το α πρόσωπο εξηγεί την  προσωπική του στάση.
Ο λόγος του είναι ακρωτηριασμένος, συλλαβικός, πυκνός, λιτός, χαμηλόφωνος, εξομολογητικός. Αμφισβητεί την αξία του ποιητικού λόγου σε τέτοια εποχή.
Ύφος: απλό, ειλικρινές, με πίκρα και θλίψη, εξομολογητικό, στον τόνο της καθημερινής ομιλίας
Στάση έμμεσης καταγγελίας μέσω της σιωπής.
Γλώσσα: δημοτική, με ελάχιστους τύπους της καθαρεύουσας
Στίχος: συνηγορεί στην ποιητική σιωπή. Είναι ολιγόλεξος, σχεδόν μονολεκτικός και σε δύο περιπτώσεις μονοσύλλαβος. Η στιχουργική μορφή είναι επηρεασμένη από τον υπερρεαλισμό.

Ιδέες: ο υπερρεαλισμός δέχεται τη σύνδεση της ποίησης με την πράξη, αλλά όχι τη στράτευση. Στόχος είναι να μορφοποιήσουν ένα όραμα του κόσμου που διαφέρει από αυτό της πραγματικότητας. Έτσι, η ποίηση πλάθει το δικό της κόσμο, χωρίς να παρεμβαίνει στην κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα.
Εδώ, όμως, λόγω της τραγωδίας που συμβαίνει μπροστά του, αν και δεν ενεργοποιείται και επιλέγει τη σιωπή, υιοθετεί και έτσι μία νέα μορφή καταγγελίας, άρα η ποίηση δεν είναι άσχετη με την πραγματικότητα.
Εξάλλου αντιφάσκει γράφοντας το ποίημα, αν και πρόκειται για ποίημα αποσπασματικό, σχεδόν «σπάραγμα»που ταιριάζει σε μια αντιποιητική εποχή.




Αναγνωστάκης, «στον ΝίκοΕ…»

Ο «ποιητικός πειραματισμός» του γεννιέται από μια βαθιά και αθεράπευτη διαφωνία δύο τάσεων του εσωτερικού του κόσμου, όσο καταφέρνει να τις κάνει να συνυπάρχουν: η υποκειμενική, συμβολικής έμπνευσης στάση και η αντικειμενική, με ρεαλιστικές φιλοδοξίες.

 Στις παρενθέσεις εκφράζει τις τραγικές εμπειρίες του παρόντος, ένα αίσθημα συγκρατημένο, μια εσωτερική δύναμη, καρτερικότητα.
Η παρενθετική πρόταση είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, εκφράζει την αγωνία για την ποίηση. Το αγωνιώδες ερώτημα δείχνει την απόγνωση και την αδυναμία της ποίησης να επικοινωνήσει με την ιστορική πραγματικότητα. Οι λέξεις φαίνονται ανεπαρκείς, όπως και ο συμβολικός λόγος. Αναζητά τρόπο να αποδώσει  με ρεαλισμό τα συναισθήματα που τον συγκλονίζουν, τον πόνο που διαπερνά την ψυχή. Αποκαλύπτεται στις παρενθέσεις η ταυτότητα του ποιητή που αγωνιά για την τέχνη του. (Στις παρενθέσεις ο Αναγνωστάκης κλείνει τις προσωπικές σκέψεις και τους προβληματισμούς του σε θέματα ζωής και ποίησης. Συχνά περικλείουν την κύρια ιδέα του ποιήματος. Οι παρενθέσεις δείχνουν το κλείσιμο του ποιητή στον εαυτό του, για να εκφραστεί μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο).

Θέμα: χρέος της ποίησης απέναντι στην πραγματικότητα (άξονες: ποίηση-τέχνη και ιστορική πραγματικότητα-ζωή)

Βασικό στοιχείο δομής: παρένθεση (κλείνει το κύριο νόημα)
Το ποίημα διαρθρώνεται σε εικόνες σκηνές, που υποβάλλουν τη φρίκη της πραγματικότητας και παίρνουν συμβολικές προεκτάσεις.
Φίλοι που φεύγουν: συχνό μοτίβο στον Αναγνωστάκη
Έρημοι δρόμοι, ερείπια( συχνό μοτίβο στον Αναγνωστάκη):θλιβερό σκηνικό πόλης, «τοπίο θανάτου» όπου διαδραματίζεται η προσωπική και συλλογική τραγωδία.
Φως λιγοστεύει-ξημερώματα: οξύμωρο (εφιάλτες μελλοθάνατου για εκτέλεση τα χαράματα)
«με πόνο»:ανάγκη γνήσιας δραματικής έκφρασης που αποδίδει ρεαλιστικά την προσωπική και συλλογική τραγωδία.
Το ερώτημα: α. αποφορτίζει τη συναισθηματική ένταση, αποτελεί ένα ξέσπασμα β. εντάσσει το ποίημα στα ποιήματα ποιητικής γ. αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη του ποιήματος για το αν μπορεί να εκφράσει συγκλονιστικά γεγονότα ολοκληρωμένα.
Άρα, η ποίηση έχει άμεση επαφή  με την ιστορική πραγματικότητα, πρέπει να έχει  απήχησή  στην κοινωνία. Το ζητούμενο μένει ο τρόπος, η κατάλληλη έκφραση.




Μορφή
Λεξιλόγιο:
Ουσιαστικά: έχουν το μεγαλύτερο νοηματικό βάρος. Είναι συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται  ως υποκείμενα, ετερὀπτωτοι προσδιορισμοί, προσδιορισμοί του τόπου και του χρόνου
Επίθετα: φορτίζουν συναισθηματικά την ατμόσφαιρα
Ελάχιστα ρήματα (τρία και ένα στην παρένθεση)

Πρόκειται για έναν μονόλογο που εκφράζει την οδύνη και τον πόνο του.
Ο λόγος του μοιάζει με λυγμό, είναι γυμνός, υπαινικτικός, συμβολικός, ελλειπτικός, αποδίδει με υποβλητικές εικόνες το σκηνικό του θανάτου, χωρίς συναισθηματισμό.
Με τη χρήση του γ προσώπου αποστασιοποιείται από τις εφιαλτικές εικόνες που παρουσιάζει.
Τόνος: δραματικός, αποδίδει με γνησιότητα την τραγικότητα της κατάστασης που βιώνει.
Γλώσσα: δημοτική
Ύφος: λιτό
Τόνος: κοφτός, δραματικός
Στίχος ελεύθερος (ολιγοσύλλαβοι στίχοι, συχνά μονολεκτικοί)
Εκφραστικά μέσα (εικόνες, μεταφορές παρομοιώσεις, επαναλήψεις)




Γ. Παυλόπουλος, Τα αντικλείδια

(Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά)

Στρέφεται με τη συλλογή αυτή από τα θέματα της ιστορικής μνήμης στην προσωπική αναζήτηση και ανίχνευση της ποιητικής αλήθειας.

Θέμα: συνεχής προσπάθεια ποιητών να εκφράσουν τον απόλυτο και τον τέλειο ποιητικό λόγο. Ίσως, όμως, η μαγεία της ποίησης είναι ότι δεν μπορεί να την ανακαλύψει κανείς.

Αφηγηματικός άξονας: το πραγματικό (ή ό, τι εμφανίζεται ως πραγματικό) και το φανταστικό (ή ό,τι εμφανίζεται ως φανταστικό) που είναι και τα δυο εκφράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας και αντιστοιχούν στο ζευγάρι κυριολεξία-μεταφορά ( η πόρτα =ανοιχτή πόρτα ποίησης, κλειδί= μυστικό πέρασμα για την πόρτα της ποίησης, αντικλείδια= ποιήματα). Τα πράγματα λειτουργούν ως σύμβολα, ό,τι βλέπουμε με τα μάτια μας έρχεται σε αντίθεση προς ό,τι προσεγγίζουμε με τη φαντασία ( στο χώρο των ιδεών).Τα αντίθετα συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται.

Αντικλείδια: λειτουργούν ως δοκιμές, για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος (η τύχη των ποιημάτων εξαρτάται από το πόσο αναπολούν και ανακαλούν τον κρυφό ρυθμό που συνέχει τον μέσα και έξω κόσμο και που είναι η ποίηση).  Αντικλείδια είναι  τα ποιήματα που συνέθεσε ο ποιητής στην προσπάθειά του να πλησιάσει και να προσδιορίσει την ποιητική τέχνη. Τα ποιήματα είναι κατασκευάσματα του ανθρώπου που επιθυμεί να διατυπώσει ανείπωτες αλήθειες. Κανένα ποίημα δεν μπορεί να φτάσει τη μοναδική αλήθεια, ίσως γιατί οι αλήθειες είναι πολλές.

Τα «Αντικλείδια»αφήνουν την πικρή  αίσθηση του ανικανοποίητου και φευγαλέου…(η ποίηση είναι άπιαστο όνειρο)

Η κατανόηση του ποιητικού κόσμου, αυτό που προσπαθούμε να αρπάξουμε με το μάτι μας, όταν κοιτάμε μέσα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα ποιήματα που δημιουργούμε.
Αυτοί που θέλουν να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης, θέλουν να τους επιτρέψει να εννοήσουν τη φύση της. Ο Π. θεωρεί ότι η Ποίηση, όπως και όλα όσα αγγίζουν σε βάθος τη ζωή μας, μπορούν να ειπωθούν μόνο μέσα από προσωπικές εμπειρίες, όχι από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Εκφράζει με απλές και καθημερινές λέξεις αφηρημένες έννοιες και φιλοσοφικά ερωτήματα. Χρησιμοποιεί συμβολισμούς και μεταφορές.
Το γνωστό, καθημερινό, ευκολονόητο γίνεται φορέας του άγνωστου που είναι το θέμα του ποιήματος.

Σημαντικός είναι ο ρόλος του ομιλητή. Η ποιητική φωνή εκπροσωπεί τον πλούτο της ποιητικής γνώσης. Ακόμη κι αν είναι ο ποιητής από πίσω, θα ήταν εκπρόσωπος του πλούτου της ποιητικής γνώσης. Η ποιητική φωνή
·         θέλει να διατυπώσει συγκεκριμένες απόψεις για την ποιητική διαδικασία
·         μας γνωστοποιεί σκέψεις για την προσπάθεια ανεύρεσης της αλήθειας
·         ο ομιλητής εμφανίζεται ως αυθεντία

Πρόκειται για την αφήγηση ενός προσώπου που α. διεκδικεί την εγκυρότητα του αντικειμενικού, του αορίστως επαναλαμβανόμενου, έχοντας συνολική εποπτεία του τόπου και του χρόνου β. δεν αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο συμβάν (δεν ενδιαφέρει η ταύτιση αφηγητή-ποιητή).
Αν ο ομιλητής ταυτιστεί με τον ποιητή, θα είναι αυτός που μεταφέρει την εμπειρική γνώση που είναι απόσταγμα από πράξη καθημερινή και ζωτική και όχι προϊόν θεωρητικής διαδικασίας.

Μας δίνει αντικλείδια (ο Π. ) να μπούμε μέσα του, να δούμε τις άπειρες πόρτες του και να βγούμε πιο πλούσιοι από πριν.

Η αφήγηση της ποιητικής φωνής λειτουργεί σαν παραβολή (που λειτουργεί σε ένα επίπεδο μεταφορικό).
Πρόκειται για μια ιστορία-παραβολή. Η μετακίνηση του Παυλόπουλου από τη συμβολική διαστρωμάτωση του ποιητικού μύθου(διάρθρωση του ποιήματος όπως ο μύθος του Σίσυφου με το βράχο που προσπαθούσε να ανεβάσει στην κορυφή του λόφου) στην παραβολική διαχείρισή του (έτσι και όποιος νομίζει ότι κατέκτησε την ποιητική αλήθεια…) σχετίζεται με τη μετάβαση από το ποίημα- γεγονός (το ίδιο το ποίημα) σε εκείνο το ποίημα που η δοκιμασία του δημιουργού της ποιητικής σύνθεσης αποτελεί την κυρίως υπόθεση του ποιήματος (η διαδικασία γραφής). Μπορούμε να το παραβάλλουμε με την αλληγορία του σπηλαίου και με το φως που δεν μπορούν να κοιτάξουν οι δεσμώτες που βγαίνουν έξω.
Υποχωρούν οι ιστορικές συνδηλώσεις (η μυθική ατμόσφαιρα ελάχιστα εξαρτάται από τις προ-ποιητικές εμπειρίες).
Πρόκειται για μια διαδικασία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες.

Τι είδαν από την ανοιχτή πόρτα; α. τον μαγικό κόσμο του ονείρου και των οραμάτων β. την αλήθεια γ. τους πνευματικούς θησαυρούς που θα απελευθερώσουν τον νου και την καρδιά δ. τα χρώματα του ουράνιου τόξου που θα φέρουν χαρά και ευτυχία.

Πόρτα= α. το εμπόδιο ανάμεσα στη γνώση και στην άγνοια, στην ευτυχία και στη δυστυχία β. αυτό που χωρίζει το πραγματικό από το φανταστικό.
γ. οδηγεί στο χώρο του νου και της φαντασίας δ. παραμένει κλειστή στην απαίτηση του ποιητή να ανοίξει .

Ο ποιητής παρουσιάζεται ως εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας. Ανήκει, όμως, σε αυτόν. Είναι όπως σε έναν εφιάλτη με μια πηγή που στερεύει, όταν πας να πιεις. Έτσι, αναζητούμε τη μαγεία της ποίησης και όταν πάμε να γίνουμε κοινωνοί της η πόρτα κλείνει.
Η Ποίηση, λοιπόν, είναι το σύνολο των ποιημάτων  που γράφηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Είναι ό, τι δεν ειπώθηκε και ούτε πρόκειται να ειπωθεί.

Το σχήμα του κύκλου στο τέλος: η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Η πρόσκληση ανανεώνεται. Η περιπέτεια δεν έχει τέλος. Η πόρτα θα ξανακλείσει αλλά θα παραμείνει ανοιχτή. Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική ούτε φιλοσοφική.

Γλώσσα: καθημερινό λεξιλόγιο για έννοιες και ιδέες αφηρημένες. Η γλώσσα βοηθά την αναγωγή την πραγματικών εικόνων στο χώρο των ιδεών
Ύφος: διδακτικό, με πειστικότητα και εξομολογητική χροιά, σαφήνεια και απλότητα