Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

και...παραμυθάκια ( στο άσχετο)

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ ΜΑΡΙΑΣ



1.   Το αρκουδάκι που χάθηκε


-«Καληνύχτα,μαμά! Καληνύχτα, μπαμπά!»
-«Καληνύχτα, μωρό μου!» είπε η μαμά.           
_ «Καληνύχτα, Μαράκι»είπε ο μπαμπάς.
Και η Μαρία έκλεισε τα μάτια και έριξε η νύχτα χρυσόσκονη στα βλέφαρά της και τη βύθισε σε έναν ύπνο γλυκό.
Σιγά-σιγά άρχισε να ονειρεύεται και να μεταφέρεται στο μαγικό δάσος που ζούσαν οι φίλες της οι νεράιδες και τα σκιουράκια και τα αρκουδάκια.
-      «Ουπς!» έκανε η Μαρία, καθώς προσγειώθηκε σε ένα ξέφωτο.
-      «Έχω παχύνει και τα φτερά μου δεν μπορούν να με σηκώσουν»
-      «Χιχιχι»ἀρχισαν να γελοὐν οι φἰλες της οι νεράιδες, η  Χρύσα, η νοικοκυρά, η Νίνα, η διαβαστερή με τα γυαλιά και η Τόλια, η αδέξια.
-       «Μη με κοροϊδεὐετε» εἰπε η Μαρία. «Λίγο γαλατάκι ήπια, περισσότερο ίσως απ΄όσο έπρεπε».
-       «Εμείς σε αγαπάμε», είπαν οι φίλες της «και σε θέλουμε για αρχηγό μας».
-      «Παίζουμε κρυφτό;» ρώτησε η Νἰνα.
-      «Ναι, ναι»αναφώνησαν όλες μαζί.
-       «Εγώ θα τα φυλάω» είπε η Χρύσα. «Ένα, δύο, τρία…»
Τα νεραϊδάκια σκορπίστηκαν, για να κρυφτούν. Η Μαρία κουβαλούσε μαζί της ένα άσπρο ποντικάκι, τη Χλόη, που δεν ήξερε να μιλάει, παρά μόνο τραγουδούσε, όποτε της ἐκανε κἐφι.
- «Λα, λο, λι…»
- «Σε βρήκα, Μαρία!» φὠναξε όλο χαρά η Χρύσα.
- «Αυτό το ποντικάκι φταίει. Τραγουδά όποτε θέλει και δεν μπορώ να το κάνω να σταματήσει με το μαγικό  μου ραβδάκι» είπε πικραμένη η Μαρία.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένα λυπημένο αρκουδάκι. Οι φίλες μαζεύτηκαν όλες μαζί και το ρώτησαν τι έχει συμβεί.
    - «Έχασα τη μαμά μου».
-      «Μα, πώς;»
-      «Μέναμε στην άλλη μεριά του δάσους εγώ με τη μαμά μου. Και μια μέρα ήρθαν κάτι μπουλντόζες και φαγάνες και έκοβαν τα δέντρα και έσκαβαν το χώμα και έριχναν τσιμέντο. Εγώ έπαιζα, κυνηγώντας μια πεταλούδα. Προσπάθησα να βρω το μονοπάτι, για να γυρίσω πίσω και δεν τα κατάφερα. Έχασα τη μαμά μου!»και άρχισε να κλαίει.
-      «Θα σε βοηθήσουμε εμείς»είπε η Μαρία.
-      «Θα πετάξουμε με τα φτερά μας και θα βρούμε τη μαμά σου» είπε η Νίνα.
Πράγματι, οι νεράιδες άρχισαν να πετούν στο δάσος και φώναξαν και τα σκιουράκια και τα άλλα αρκουδάκια, για να βοηθήσουν. Έψαχναν ώρα πολλή, ώσπου η Μαρία βρήκε την αρκούδα να κλαίει, καθισμένη σε ένα κούτσουρο.
-«Γιατί κλαις, κυρά-αρκούδα;»
-«Έχασα το αρκουδάκι μου»
-«Θα σε πάμε εμείς σε αυτό»είπε η Μαρία και η αρκούδα χάρηκε. Όταν συνάντησε το αρκουδάκι της, το αγκάλιασε και το φίλησε και του είπε να μην ξαναφύγει ποτέ μακριά από τη μαμά του. Οι νεράιδες φύγαν για τα κρεβάτια τους. Μόνο η Τόλια, η αδέξια, προσγειώθηκε στο πάτωμα του δωματίου και όχι στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει. Η Νίνα συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο της για τα άστρα και η Χρύσα διόρθωσε το σεντονάκι της που είχε τσαλακωθεί λίγο.
Η Μαρία πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο των γονιών της και ρώτησε: «Γιατί οι άνθρωποι χαλούν τα δάση;»
Αυτοί κοιτάχτηκαν απορημένοι και δεν απάντησαν.



 Ερωτοχτυπημένες νεράιδες

-«Καληνύχτα, μπαμπά! Καληνύχτα μαμά!»
-«Καληνύχτα, μωρό μου!»είπε η μαμά.
-«Καληνύχτα, Μαράκι!»είπε ο μπαμπάς.
Εκείνη τη νύχτα, όταν η Μαρία προσγειώθηκε στο ξέφωτο του νεραϊδοδάσους, είδε τις φίλες της ανάστατες.
-«Άκου αυτήν τη μελωδία!»είπε η Τόλια.
-«Δεν είναι μαγευτική;»ρώτησε η Νίνα.
Και άρχισαν να πετούν πάνω από το δάσος και να ψάχνουν να βρουν από πού έρχεται η μελωδία. Πίσω τους, αλλά τρέχοντας και όχι πετώντας, ακολουθούσαν τα σκιουράκια και τα αρκουδάκια.
-«Κοιτάξτε εκεί!»Αναφώνησε η Χρύσα.
Πράγματι, καθισμένο σ΄ ἐνα κούτσουρο, ήταν ένα ξωτικό του δάσους, ο Πέτρος, και έπαιζε τη φλογέρα του. Τα μακριἀ, ξανθά, σγουρά του μαλλιά λαμπύριζαν σαν άστρα μέσα στη νύχτα, καθώς τα ανέμιζε το ελαφρύ αεράκι. Τα πελώρια καστανά του μάτια φεγγοβολούσαν και τα ακροδάχτυλά του, μόλις άγγιζαν τη φλογέρα, γέμιζαν τη νύχτα με μαγεία.
Οι νεράιδες γοητεύτηκαν και κάθισαν γύρω του να τον ακούν και να τον βλέπουν. Ένιωθαν τις νότες να γεμίζουν τη νύχτα, να αιωρούνται εδώ και εκεί και εύχονταν η καθεμιά τους να διαλέξει αυτήν και να χορέψει μαζί της ανάμεσα στα άστρα. Η Νίνα ήλπιζε να του επιδείξει τις γνώσεις της στα μαθηματικά, η Χρύσα να τον πείσει για τη νοικοκυροσύνη της και η Τόλια να του ελκύσει την προσοχή με τις αδέξιες κινήσεις της.
Αυτός, όμως, διάλεξε τη Μαρία να χορέψει. Πήρε, λοιπόν, τη χοντρούλα νεράιδα από τη μέση και άρχισαν να χορεύουν με ανάλαφρα βήματα, να στριφογυρίζουν, μόλις να πατούν στο έδαφος, να λικνίζονται με τους ρυθμούς της μουσικής.
Η Νίνα, η Χρύσα και η Τόλια έσκασαν από τη ζήλια τους, Αγαπούσαν, βέβαια, τη Μαρία, αλλά ήθελαν και αυτές να χορέψουν με το ξωτικό. Πήγαν, λοιπόν, και βρήκαν τον φραουλο-δράκο.
-«Τι συμβαίνει;» τις ρώτησε.
-«Θέλουμε να φραουλιάσεις τη Μαρία» (εννοούσαν πως ήθελαν να τη βρωμίσει με τις φράουλες που εκτόξευε η μουσούδα του.
-«Και γιατί, παρακαλώ;»απόρησε ο δράκος.
-«Γιατί…γιατί… είπε  ότι γέρασες και δεν μπορείς να φραουλιἀσεις κανέναν.
-«Έτσι, ε;»
Ο δράκος νευριασμένος ακολούθησε τις νεράιδες και μόλις είδε τη Μαρία που, ανυποψίαστη χόρευε, τη φραούλιασε.
Η Μαρία έκπληκτη βρέθηκε στο έδαφος γεμάτη φράουλες, ενώ το ξωτικό δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του, καθώς έβλεπε τη φραουλιασμένη Μαρία. Τη βοήθησε, όμως, να σηκωθεί και να πάει σε μια πηγή να ξεπλύνει το πρόσωπό της. Ένα σκιουράκι, που είχε ακολουθήσει κρυφά τις νεράιδες και είδε τη ζαβολιά τους, είπε στη Μαρία:
-«Οι φίλες σου οι νεράιδες είπαν ψέματα στον φραουλο-δράκο ότι τον κορόιδεψες, για να σε φραουλιάσει και να μη χορέψεις άλλο με το ξωτικό.
-«Έτσι, ε;»είπε η Μαρία.
Φώναξε, λοιπόν, τον φίλο της, μια άσπρη αρκούδα με το όνομα Αλιόσα Αρκούδοβιτς. Κρύφτηκε μαζἰ του πίσω από ένα θάμνο και του είπε να μουγγρίσει, μόλις θα περνούσαν από εκεί οι φίλες της. Έτσι και έγινε, Αυτές τρόμαξαν τόσο πολύ που άρχισαν να κλαίνε.
-« Μη φοβάστε»είπε η Μαρία. « Εγώ είμαι και ο Αλιόσα. Αν θέλατε να χορέψετε με το ξωτικό, μπορούσατε να μου το πείτε. Συγγνώμη που σας τρομάξαμε, αλλά και σεις δεν έπρεπε να με φραουλιάσετε». Αυτά είπε και άρχισε να κλαίει μαζί τους. Μετά αγκαλιάστηκαν όλες μαζί και υποσχέθηκαν να είναι πάντα φίλες και να μην ξανακάνουν ζαβολιές η μια εις βάρος της άλλης.
-«Εξάλλου»είπε η Μαρία « εμένα δε μ΄ ενδιαφέρει κανένα ξωτικό. Ο μόνος που θέλω να χορεύω μαζί του είναι ο μπαμπάς μου».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου