Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

λογοτεχνία α λυκείου

Λογοτεχνία  Α λυκείου
Τα φύλα
Πριν την ανάγνωση
1.    Μπίλυ ‘Ελιοτ, γεννημένος χορευτής

2.    Άρθρα: Ξυδάκης, για ένα ζακετάκι στα σαράντα, Αμάντα Μιχαλακοπούλου, τα δώδεκα κορίτσια
3.    Β. Γουλφ, σκοτώνοντας τον άγγελο του σπιτιού
4.    Ποίημα «Ονόματα» της Wendy Cope


Α Επιλογή κειμένων

Πατέρας και κόρη
Στη Στέλλα Βιολάντη ο πατέρας, αυταρχικός, φορέας της αριστοκρατικής- αστικής ηθικής, δεν είναι πρόθυμος να δείξει ίχνος κατανόησης  προς την κόρη του και τον «ανάρμοστο» έρωτά της. Φτάνει στο σημείο να εξοντώσει το ίδιο του το παιδί- συναισθηματικά και, τελικά,  κυριολεκτικά- προκειμένου η εικόνα της οικογένειάς του να  διατηρηθεί αλώβητη μετά από αυτή τη δοκιμασία, χωρίς να του κοστίσει καθόλου  ψυχικά ο χαμός του παιδιού του. Στην περίπτωση της Ρήνης, ο άβουλος πατέρας, έρμαιο των παθών του, κατανοεί την κόρη του και θέλει να τη βοηθήσει, αλλά η όποια καλή του πρόθεση μένει απραγματοποίητη, λόγω της ανικανότητάς του. Τελικά, η Ρήνη θα αντισταθεί στις προκαταλήψεις της εποχής της και θα διεκδικήσει την ελευθερία και την αξιοπρέπειά της. Ο πατέρας της Αρετούσας, ασκώντας   αυταρχική εξουσία  ως βασιλιάς και ως οικογενειάρχης, φυλακίζει την κόρη του και της ετοιμάζει γάμο, παρά τη θέλησή της, εξορίζει τον αγαπημένο της, ενώ οι δυο νέοι, πιστοί στον έρωτά τους, αντιστέκονται σθεναρά (παράβαλε και τον Ρωμαίο με την Ιουλιέτα).

Γρηγόριος Ξενόπουλος , Στέλλα Βιολάντη
 Τα μυθιστορήματά του είναι επηρεασμένα από το ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Στο ενεργητικό του πρέπει να προσγραφεί το μεγάλο άλμα  από το περιορισμένο πλαίσιο του ηθογραφικού  διηγήματος στο πολυσύνθετο αστικό μυθιστόρημα. […] Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του στην πρωτεύουσα ή στην επαρχία. (Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας).
   Το μυθιστόρημα «Έρως εσταυρωμένος»  μετατρέπεται στο θεατρικό «Στέλλα Βιολάντη».
  Όποιο πρόβλημα και αν παρουσιάζει και όποιο επιμέρους είδος και αν καλλιεργείται, κυρίαρχο θέμα στο έργο του Ξενόπουλου είναι ο έρωτας.  Τα προσόντα που απαιτούνται από τις γυναίκες (των προνομιούχων τάξεων) παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τα προσόντα που απαιτούνται από τις λαϊκές τάξεις: οι γυναίκες έχουν τον ίδιο παθητικό χαρακτήρα, πρέπει να υποτάσσονται και να συμμορφώνονται με την παραδοσιακή ηθική, να μην έχουν άποψη και να μην εκδηλώνουν αυτόνομη κριτική συμπεριφορά. Είναι αναμενόμενο πως τέτοια δομή οικογένειας προδίδει απουσία ιδιαίτερων σχέσεων μεταξύ των συζύγων, μεταξύ αδερφών, διαφορετικού ιδίως φύλου και μεταξύ γονέων και παιδιών. Οι ηρωίδες  είτε είναι  από καλές οικογένειες είτε είναι φτωχά κορίτσια κατατάσσονται στο μοντέλο της πτώσης και καταλήγουν θύματα της ίδιας τους της οικογένειας.
    Ο Ξενόπουλος είναι  ο παρατηρητής της κοινωνίας στην εξέλιξή της. Το μυθιστόρημά του είναι κάτοπτρο της αστικής (και μικροαστική) κοινωνίας, αλλά ποτέ δεν εμβαθύνει στα αίτια της όποιας κακοδαιμονίας ή κοινωνικής αδικίας. Είναι ένα είδος ρεαλισμού που δε θίγει τις παγιωμένες τακτικές της υπάρχουσας κατάστασης.( Η Παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμος Θ, εκδόσεις Σοκόλη)

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα
Κοινωνικός προβληματισμός: η πολιτική διαφθορά διαιωνίζει την κοινωνική αδικία και  η επιθυμία απόκτησης χρήματος οδηγεί στην ηθική κατάπτωση. Επίσης, αναδύεται κοινωνικός προβληματισμός για τη σχέση ανθρώπου –κοινωνίας, τη θέση της γυναίκας, τη διαφοροποίηση αντρικών και γυναικείων ρόλων, τη διαμόρφωση χαρακτήρων ανάλογα με την κοινωνική τους προέλευση. Υπάρχει ρεαλιστική αναπαράσταση (θεατρικότητα, διάλογος, ιδιωματική γλώσσα, λειτουργία των χρόνων, αναμενόμενη συμπεριφορά των χαρακτήρων, λεπτομερής περιγραφή των βασικών ιδιοτήτων τους).
«Ανάθεμα τα τάλαρα» : είναι το «λάιτ μοτίβ» του έργου που μας υπενθυμίζει τον κοινωνικό προβληματισμό. Την αναφωνεί ο Αντρέας, όταν συνειδητοποιεί ότι το τίμημα της εξάρτησής του από τα χρήματα ήταν να η απώλεια της αγάπης της Ρήνης και τελικά της ευτυχίας του. Την αναφωνεί ο πατέρας της Ρήνης που κρατά μια παθητική στάση, μια στάση παραίτησης από τη ζωή, αδύναμος να υπερασπιστεί και να βοηθήσει την κόρη του. Η Ρήνη αντιτίθεται στα στερεότυπα και στις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής της, δεν απεμπολεί τα πιστεύω της και αναδεικνύεται σε πρότυπο χειραφετημένης γυναίκ


Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Πρόκειται για ένα έμμετρο μυθιστόρημα ή αφηγηματικό ποίημα, ένα από τα λαμπρότερα της κρητικής αναγέννησης που κατέχει εξέχουσα θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Η εικονοποιϊα είναι θαυμαστή. Η γλώσσα του είναι πηγαία, χυμώδης, γεμάτη εκφραστικότητα, άσκησε καταλυτική επίδραση στην ποιητική του Σολωμού. Στρέφεται γύρω από δύο πόλους, τον έρωτα και την παλικαριά. Αφομοιώθηκε από το λαό και έγινε σχεδόν δημοτικό τραγούδι.
Τα λόγια της Φροσύνης καθρεφτίζουν τις αντιλήψεις μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας και πατριαρχικής οικογένειας. Τα κορίτσια οφείλουν να δέχονται αναντίρρητα τις αποφάσεις των γονιών τους για το γάμο. Επίσης, πρόκειται για μια αυταρχική κοινωνία που όλοι υποτάσσονται στη βούληση του βασιλιά.

Αδερφός και αδερφή
Ο Κωνσταντής, αρχηγός, ελλείψει πατέρα, της ανδροκρατούμενης οικογένειας, αποφασίζει για τη μοίρα της αδερφής του, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του. Και είναι αυτές οι αντιρρήσεις που θα οδηγήσουν στον όρκο του Κωνσταντή, βασικό στοιχείο στη δομή του ποιήματος και στις λαϊκές αντιλήψεις, ώστε να ανατραπεί  η λογική και να εισχωρήσει το υπερφυσικό, με τη νεκρανάσταση του Κωνσταντή. Είναι ο όρκος, λοιπόν, που κάνει τον Κωνσταντή να γυρίσει στη ζωή, ενώ ο ρόλος της Αρετούσας, αρχικά ρόλος κομπάρσου, είναι σαφώς δευτερεύουσας σημασίας. Τα λόγια της  εκφράζουν την έκπληξη μπροστά στο παράλογο. Τα αδέρφια της Βιολάντη ακολουθούν τη λογική του πατέρα και την ηθική του και στρέφονται κατά της αδερφής τους.




Παραλογή, Του νεκρού αδερφού

Κυριαρχεί ο ίδιος αρρενωπός και αδυσώπητος κόσμος, όπως και στα ακριτικά, με πολλή ανάμειξη του υπερφυσικού αλλά και του τραγικού στοιχείου, καθώς και η παρουσία μιας άτεγκτης μοίρας[…] Το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι κόμη πιο συνταρακτικό στην τραγικότητά του είναι η υπερφυσική ιστορία της « Μάνας με τους εννιά της γιους και με τη μια της κόρη» (πατριαρχική οικογένεια, η γυναίκα έρμαιο του πατέρα και των αδερφών της) και του νεκρού αδερφού που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μητέρας, για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, να της φέρει πίσω την παντρεμένη στα ξένα κόρη της- θέμα ανάλογο με τη γνωστή μπαλάντα της Λεωνόρας των ευρωπαϊκών λαών. Από τη Μικρά Άσία, όπου αρχικά πλάστηκε, το τραγούδι διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα και, όπως απέδειξε η έρευνα, πέρασε ύστερα στους σλάβους και στους άλλους λαούς.( Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας)

Ο μύθος του Άδωνη είναι το μυθολογικό υπόστρωμα της παραλογής, αλλά στον πυρήνα του τραγουδιού ενυπάρχουν στοιχεία του μύθου της Δήμητρας με την Περσεφόνη (το χωρισμό της μάνας από την κόρη ακολουθεί συμφορά, θάνατος).
Ο υμνητικός χαρακτήρας των πρώτων στίχων θέτει στο επίκεντρο του ποιητικού ενδιαφέροντος τη μάνα και την κόρη, τους δύο πόλους μιας γονιμικής ευδαιμονίας πλαισιωμένους από τους εννιά γιους που , πλην του Κωνσταντή, δεν κατονομάζονται.
Το ανακάλημα του νεκρού Κωνσταντή, το συνοδευόμενο από τη βαριά κατάρα της μάνας, ανατρέπει τη λογική τάξη και σηματοδοτεί την εισβολή του παράλογου στοιχείου στο τραγούδι.
Τήρηση όρκου= δίκιο, τάξη
Αθέτηση της κοινωνική σύμβασης= «αδικία», δυσαρμονία
Τήρηση όρκου vs αδυναμία πραγματοποίησης υπόσχεσης
Τήρηση όρκου(δίκιο) vs αθέτηση όρκου (αδικία)
Και τελικά
Τήρηση όρκου vs διατήρηση των κανόνων της φύσης

Η οικογένεια
Τόσο η Φραγκογιαννού όσο και η Λόυκαινα είναι υπηρέτριες του άντρα και των παιδιών τους. Βασανισμένες, φτωχές γυναίκες, σε μια κοινωνία που η θέση της γυναίκας είναι υποβαθμισμένη και η ίδια προσδιορίζεται από τον άντρα της, υποφέρουν η καθεμιά με τον τρόπο της. Η Λούκαινα μουρμουρίζοντας το μοιρολόι της, η άλλη αποφασίζοντας να αλλάξει τη μοίρα των μικρών κοριτσιών, σκοτώνοντάς τα.


Αλ.Παπαδιαμάντης, Η φόνισσα

Κεντρική μορφή στο μεγάλο αυτό αφήγημα είναι η Φραγκογιαννού (η φόνισσα). Εξήντα χρονών πια, καθώς αναλογίζεται τα περασμένα της, διαπιστώνει πως η γυναίκα είναι πάντα σκλάβα: των γονιών της, ανύπαντρη, του άντρα της, παντρεμένη, ύστερα των παιδιών και τέλος των παιδιών των παιδιών της. Έτσι συλλαμβάνει την ιδέα να σκοτώνει τα μικρά κορίτσια, για να τα σώσει από τα βάσανα. Και με την έμμονη αυτή ιδέα, θα διαπράξει μια σειρά από φόνους, και κυνηγημένη από την αστυνομία θα πνιγεί την ώρα που ζητά καταφύγιο σε μια εκκλησιά κοντά στη θάλασσα, «εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Η φόνισσα είναι ένα δυνατό έργο ψυχογραφικό. Η γυναίκα αυτή με την αβυσσαλέα ψυχολογία, που τοποθετείται έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, είναι ένα πρόσωπο αινιγματικό και ολότελα ξένο  από τους αφελείς (πονηρούς πολλές φορές αλλά πάντοτε καλόκαρδους πάντα) νησιώτες που γεμίζουν τα άλλα του διηγήματα. Η ψυχολογική περιγραφή δίνεται με τελείως διαφορετική αδρότητα. Και η σύνθεση είναι επίσης πυκνή και η λογοτεχνική εκτέλεση πολύ περισσότερο προσεγμένη.
Η πολυφωνία στον Παπαδιαμάντη είτε ως φωνή του αφηγητή, είτε ως φωνές και συνειδήσεις των ηρώων του, που είναι « ατόφιοι» με τα ήθη και τα έθιμά τους, με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες τους, συγκροτεί  το ηθογραφικό στοιχείο στο οποίο εγγράφεται και το κοινωνικοοικονομικές, που δίνεται με το δυναμισμό της γλώσσας (ντοπιολαλιές, δημοτική, εκκλησιαστικός λόγος).
Αντίθετα, στο μοιρολόγι της φώκιας, η πολυφωνία ως εσωτερικός μονόλογος, ως ήχος και μουσική, παραπλανούν τη γριά Λούκαιν, που εκλαμβάνει «τον πλαταγισμόν» ως λιθοβόλημα του Σουραυλή: «Σημαδιακός και αταίριαστος είναι. Κι εξηκολούθησε το δρόμον της» . Και έτσι η Ακριβούλα πνίγηκε αβοήθητη, μοιρολογήθηκε από τη φώκια και μετά έγινε το « εσπερινόν δείπνον της». Εδώ η πολυφωνία δίνεται ως άφωνος γλώσσα της φώκιας, ως αντιφατική δράση, που πρώτα κλαίει το θύμα της και μετά το τρώει και ως επιμύθιο- ποιητική φωνή του συγγραφέα με τον ενταγμένο ως διακείμενο λαϊκό λόγο.
Αργυροπούλου Χριστίνα, «ο σχολικός Παπαδιαμάντης- Πολυφωνία και ετερότητα στο έργο του», Νέα Παιδεία, τεύχος 102, 2002
Ο Παπαδιαμάντης αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το ενδιαφέρον έγκεται όχι μόνο στη γλωσσική ιδιοτυπία που παρουσιάζουν τα κείμενά του, αλλά και στον κόσμο που παρουσιάζουν, ο οποίος συνυφαίνεται στενά με την ελληνική φύση, το βαθύ θρησκευτικό αίσθημα και τη βασανισμένη ζωή των ανθρώπων της παραμελημένης υπαίθρου (όπως η Σκιάθος) και των φτωχογειτονιών της Αθήνας που βουλιάζουν κάτω από τους έντονους ρυθμούς της αστικοποίησης. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί, ωστόσο, η γυναικεία παρουσία στο σύνολό της συγκινεί και κινητοποιεί τον αναγνώστη.
Η γριά Λούκαινα: πολύπαθη, βασανισμένη γυναίκα που έχει χηρέψει. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Παπαδιαμάντης ιχνογραφεί κατά κύριο λόγο τον τύπο της ελληνίδας μάνας εκείνης της εποχής που μέσα από αντίξοες συνθήκες, έδινε τη ζωή της προσπαθώντας να αναστήσει ολόκληρη την οικογένεια, γνωρίζοντας, ωστόσο, κυρίως την περιφρόνηση από την ανδροκρατούμενη κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Π. χρησιμοποιεί για τις γυναίκες τα ανδρωνυμικά τους που δηλώνουν εύγλωττα την υποτιμητική θέση και απαξιωτική υπόσταση της γυναίκας εκείνης της εποχής.  
                                     

 Χαρακτηριστικά του έργου του Παπαδιαμάντη
Ø  Ο ρομαντισμός\νατουραλισμός συνυπάρχουν και αντιπαρατίθενται στην ποιητικότητα (όπως αυτή εκφράζεται με τα σχήματα λόγου-μεταφορές, παρομοιώσεις κτλ-και με τους συμβολισμούς  ή τη μετακίνηση στο χώρο τον ονειρικό, παραμυθικό ή ακόμη και του επέκεινα).
Ø  Η έλλειψη έντονης και φανερής δράσης, ο ασήμαντος ή ανύπαρκτος μύθος, η εσωτερικευμένη δράση και η αντικατάσταση με «γεγονότα» του ψυχικού βίου προς όφελος των χαρακτήρων.
Ø  Οι ήρωες και οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, αντί να δρουν παραδίδονται συχνά στις σκέψεις και στις αναμνήσεις τους, στοχάζονται για το παρόν και το παρελθόν τους, αποκαλύπτοντας αόρατες ψυχικές διεργασίες που διαγράφουν μια εσωτερική αλλαγή, αποτέλεσμα της σταδιακής τους συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας. Με την τεχνική αυτή το παπαδιαμαντικό διήγημα διαψεύδει τις προσδοκίες για κίνηση  μέσα στο χρόνο που δημιουργεί το ρεαλιστικό πεζογράφημα, υποχρεωμένο να «αφηγηθεί  μία ιστορία», και δίνει αντίθετα στον αναγνώστη την εντύπωση μιας στοχαστικής στάσης μέσα στο χρόνο, με την οποία, όπως ακριβώς και στο λυρικό ποίημα, αποτυπώνεται ένα βίωμα ή αποκαλύπτεται μία ψυχική κατάσταση.
Τη στατικότητα του διηγήματος ενισχύει και ο τρόπος παρουσίασης του σκηνικού με τις χαρακτηριστικές εκτενείς παπαδιαμαντικές περιγραφές που αναστέλλουν τη δράση. Η λειτουργία των περιγραφών αυτών, στις οποίες εκδηλώνεται με όλη της την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, δεν περιορίζεται στη μετάδοση των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών για το περιβάλλον  μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι περιγραφές επιτελούν και μία λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Αυτό γίνεται φανερό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό  που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά.


Μητέρα- γιος
Η Παναγιά, ως μάνα, θέλει να προστατέψει το παιδί της και αδιαφορεί για τους αγώνες και τα ιδανικά (αντι- ηρωική, ρεαλιστική στάση). Η μάνα του Δήμου, μόλις πλησιάζει ο θάνατος που η ίδια επικαλέστηκε για το γιο της, θυσιάζει τον εαυτό της, ενώ η Δεσποινιώ θέλει να θυσιάσει ένα αγόρι, για να σώσει το κορίτσι και να σωθεί η ίδια από τις ενοχές. Η μητρική αγάπη, ως πρότυπο ανυστερόβουλης αγάπης που δεν προσμένει ανταπόκριση, μπορεί να  εκφραστεί διαφορετικά  κάθε φορά ή και   ελλειμματικά, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση της κάθε μάνας, τα βιώματα και τις συνθήκες της ζωής της. 

 

Βιζυηνός ,Το Αμάρτημα της μητρός μου


          Ο Βιζυηνός καλλιεργεί το ηθογραφικό διήγημα, ρεαλιστικά αποδίδει τα ήθη, τα έθιμα, τη νοοτροπία και τη στάση ζωής των πληθυσμών της ελληνικής υπαίθρου, ιδιαίτερα της πατρίδας του, της Θράκης.

         Με την τέχνη του, όμως,  ανοίγεται στο πέλαγος της ανθρώπινης ψυχής, χάρη στον άδολο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του έργου του, την ψυχογραφική δεινότητα, τη μοντερνιστική- και με τα σημερινά κριτήρια-αφηγηματική τεχνική του, το βαθύ και ειλικρινή ανθρωποκεντρισμό του. Είναι ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος.
  
       Ο Βιζυηνός , θεμελιώνοντας τη διηγηματογραφική του παραγωγή, δεν έχει κανένα νεοελληνικό πρότυπο μπροστά του. Μα έχει ήδη γνωρίσει ξένα πρότυπα. Έχει ζήσει το ευρωπαϊκό κλίμα και τη στροφή από το ρομαντικό στο κοινωνικό και ψυχογραφικό μυθιστόρημα. Toν έχει συνεπάρει η συγγραφική μεγαλοφυϊα του Ίψεν. Έχει νιώσει πως μια καινούργια τέχνη πλάθεται ολόγυρά του, όπου ο άνθρωπος παίζει τον πρώτο ρόλο. Η φιλοσοφική του σπουδή τον έχει συνηθίσει να προσέχει τα ψυχικά φαινόμενα, την κίνηση και την περιπέτεια την εσωτερική, της ψυχής, κι έτσι του είναι ευκολότερο να οικειωθεί τη νέα σχολή του μυθιστορήματος.

Οι ιστορίες του Βιζυηνού, με τις συγκρούσεις και τις περιπέτειες, λύνονται δραματικώς. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα και με κάθαρση μάλιστα.


  Ο Βιζυηνός είναι ένας πικραμένος λογοτέχνης. Υπάρχει στα έργα του ένα αίσθημα θανάτου, συγκρατημένης απελπισίας και πικρής διάψευσης, το οποίο φανερώνεται μέσα από ένα ειρωνικό και χιουμοριστικό τόνο, που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει στον αυτοσαρκασμό.

Ο κόσμος των διηγημάτων του Βιζυηνού είναι ανθρωποκεντρικός.  Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Ο ίδιος είναι αυτόπτης μάρτυρας των ιστοριών του, αλλά όχι πρωταγωνιστής. Τα πρόσωπα βρίσκονται σε πλάνη αναφορικά με την πραγματικότητα. Ο αφηγητής- πρόσωπο απέχει από τον αφηγητή παντογνώστη και τον αφηγητή πρωταγωνιστή. Τα διηγήματά του εμπεριέχουν το θεατρικό στοιχείο, όπως γίνεται φανερό από τη μετατροπή του αφηγητή σε ισότιμο πρόσωπο του έργου με συνέπεια τη μετατροπή της αφήγησης σε μίμηση.

Αν σκεφτούμε ότι ο Βιζυηνός έζησε μέχρι τα δέκα του τουλάχιστον χρόνια στη γενέτειρά του, θα καταλάβουμε γιατί τα ήθη και τα έθιμα της Βιζύης δημιούργησαν το ψυχικό του υπόβαθρο, το οποίο διαμορφώνεται ως ένα είδος λαϊκού υποστρώματος. Η καταφυγή του σε αυτοβιογραφικό υλικό δεν αποτελεί απλά και μόνο μια επιλογή του σχετικά με την αναζήτηση του αφηγηματικού υλικού του, αλλά αποτελεί εκδήλωση της προσπάθειάς του για διατήρηση κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και για την αναζήτηση ανάμεσα σ΄ αυτά βασικών δομικών υλικών της ύπαρξής του (ψυχολογία).


Θέμα: το «αμάρτημα» της μητέρας και η σχέση της με τον «αδικημένο» γιο της
Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Η αμέλεια της μάνας οδήγησε στο θάνατο του παιδιού της, διότι παρέβη το φυσικό νόμο που καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι, όμως, το δεύτερό της αμάρτημα στο χρόνο και στο χώρο της αφήγησης (προσευχήθηκε να σωθεί το κορίτσι και να της «πάρει» ο Θεός το αγόρι). Το πρώτο ως προς τον ιστορικό χρόνο αμάρτημα είναι το δεύτερο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας της μάνας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.

Το διήγημα, ήδη στην πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα:
το πρώτο ζεύγος: ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός
το δεύτερο: το κορίτσι και τα αγόρια
το τρίτο: ο νεκρός (πατέρας, που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)
το τέταρτο:  το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες
το πέμπτο: η γνώση και οι απορίες

Πραγματική ψυχολογία ή ψυχανάλυση; Στο «αμάρτημα της μητρός μου» ο αφηγητής- παιδί, το «αδικημένο» του νεκρού πατέρα του, προσφέρει , μαζί με τη θαυμάσια προσωπογραφία της μητέρας, και ένα από τα τυπικότερα δείγματα αυτού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε «οικογενειακό μυθιστόρημα των νευρωτικών».

Πρόσωπα: μάνα, αφηγητής-γιος, Αννιώ, υπόλοιπα παιδιά, υιοθετημένα κορίτσια, πεθαμένος πατέρας, παπάς, γύφτος, συγχωριανοί, «γιατρός», γριές

Χώρος: Βιζύη, σπίτι, εκκλησία
Το ηθογραφικό στοιχείο λειτουργεί ως σκηνικό.


  1. Τι στοιχεία αντλούμε από τον τίτλο;
 Επισημαίνουμε ότι ο τίτλος- αίνιγμα υποδηλώνει αμέσως με το κτητικό «μου» την ύπαρξη πρώτου ενικού προσώπου.

  1. Πρόκειται για διήγημα με αυτοβιογραφικό περιεχόμενο;

Το ίδιο πρόσωπο εκπληρώνει δυο λειτουργίες:
1. είναι αφηγητής, υπεύθυνος της αφήγησης  2. είναι ήρωας με κεντρικό ρόλο στην ιστορία.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η εσωτερική εστίαση, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, ο ομοδιηγηματικός και ενδοδιηγηματικός αφηγητής είναι  στοιχεία του αυτοβιογραφικού αφηγήματος. 
Το «αμάρτημα της μητρός μου», «το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα», έχει αυτοβιογραφικό περιεχόμενο. Πέραν της μαρτυρίας του τίτλου με την κτητική αντωνυμία, διαδραματίζεται στην πατρίδα του λογοτέχνη, επικεντρώνεται σε περιστατικά της προσωπικής του ζωής και σε βιώματα συγγενικών προσώπων.  Τα ονόματα, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, «το ομώνυμο αφηγητή και συγγραφέα (το Γιωργί, ο Γιωργής», το όνομα της μητέρας ταυτίζεται με το όνομα της μητέρας του συγγραφέα (Δεσποινιώ η Μηχαλιέσσα) είναι άλλα στοιχεία.
Ο Βιζυηνός έκανε τους μύθους της ζωής του μοτίβα πάνω στα οποία βασίστηκε και αναπτύχθηκε η μυθοπλασία του. Οι παραδόσεις και οι αναμνήσεις αποτέλεσαν τους δύο πόλους έλξης και δημιουργικούς πυρήνες της τέχνης του.
Σκοπός, όμως του Βιζυηνού δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου η πλοκή, ο μύθος και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου.

3.      Ποιος αφηγείται την ιστορία;

Το διήγημα «το αμάρτημα της μητρός μου» χαρακτηρίζεται από δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας)

Η αφήγηση ανελίσσεται με το διάλογο του αφηγητή και της μητέρας του. Ο λόγος του παρόντος( δηλαδή των πράξεων της μητέρας που είναι αυτόπτης μάρτυρας ο αφηγητής) σχετίζεται με το λόγο του παρελθόντος (της αφήγησης της μητέρας για τα συμβάντα). Ο λόγος του αφηγητή δεν μπορεί να εξηγήσει το λόγο της μητέρας αντικειμενικά, αλλά βρίσκεται σε κριτική εξάρτηση και συναισθηματική απόσταση από αυτόν.

Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο. Η δυαδικά αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή και από την οπτική γωνία της μητέρας.
Η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη  καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, όσο καταλαβαίνει καλύτερα τι έχει συμβεί  και από ποια αίτια διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από  ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άντρας.

Πρόκειται για την έξοχη τεχνική της διαπλοκής δύο αφηγηματικών προσωπείων του ίδιου του Βιζυηνού: ο απλοϊκός λόγος των παιδικών αναμνήσεων και εμπειριών διαπλέκεται με τον έντεχνο λόγο αποστασιοποιημένων εκλογικεύσεων και ερμηνειών. Ο μικρός γιος μεταμορφώνεται σταδιακά σε διανοούμενο ενήλικα, διανοίγοντας συγχρόνως όλο και πιο ευδιάβατα μονοπάτια της σχέσης με την αγαπημένη και ενοχική μητέρα, οδηγώντας στην ενηλικίωση του αφηγητή- παιδιού και στην ανάδυση του ώριμου αφηγητή.


Στην πρώτη υιοθεσία ο αφηγητής είναι αυτόπτης μάρτυρας, ενώ στη δεύτερη «παντογνώστης» αφηγητής, όπου το αφηγούμενο «εγώ» αναδιηγείται τα γεγονότα.

Η οπτική γωνία είναι εσωτερική. Ο αφηγητής εστιάζει, δηλ. περιορίζεται να μας δώσει μονάχα τις πληροφορίες τις οποίες είχε κατά τη  στιγμή της δράσης και όχι αυτές που απέκτησε μετά. Μια πλοκή-αίνιγμα δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει πετυχημένα, χωρίς περιορισμένη εσωτερική εστίαση (ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο βάζει συχνά κάποιους περιορισμούς στον εαυτό του αποσιωπώντας τις πληροφορίες που απέκτησε εκ των υστέρων και δίνοντάς μας μόνο τις πληροφορίες που είχε τη στιγμή της δράσης).Η εσωτερική εστίαση πρωτοπαρουσιάζεται στην Ελλάδα με το Βιζυηνό.



Ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος νεοέλληνας πεζογράφος που βασίζει την πλοκή του στο αίνιγμα. Η οργάνωση των διηγημάτων του βασίζεται, ωστόσο, κυρίως στην τριμερή διάταξη των συμβάντων ακολουθώντας το σχήμα: αρχική κατάσταση-ανατροπή της-νέα κατάσταση, παρά στο αίνιγμα ή στην απορία.

Η αφήγηση του Βιζυηνού δεν είναι στατική, υπάρχει πυκνή δράση και συχνός διάλογος. Ο συγγραφέας\αφηγητής ως ενήλικας και πεπαιδευμένος εκφράζεται στην καθαρεύουσα (μια καθαρεύουσα σχετικά κομψή και θερμή), ενώ η παιδική του ή εφηβική ηλικία που αναφέρεται στην αγροτική ζωή του γενέθλιου τόπου, αναπαρίσταται μέσω της δημοτικής των διαλόγων( αυτό οφείλεται στη διπλή ιδιότητα του Βιζυηνού ως λογοτέχνη και επιστήμονα).


  1. Το διήγημα χωρίζεται σε δύο μέρη, με κεντρικό άξονα το χρόνο:

v  «άλλην αδελφήν δεν είχομεν…της πτωχής αδελφής μας ήταν ανίατος»

Κυριαρχεί ο παρατατικός και το τρίγωνο: Αννιώ-μητέρα- εμείς (τα υπόλοιπα αδέρφια και ο πατέρας)
Από τη πρώτη κιόλας παράγραφο επικρατεί ο πληθυντικός. Βρισκόμαστε σε μια οικογενειακή συγκέντρωση, όπου εμφανίζονται ζωντανοί και νεκροί. Τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο είναι ρευστά ,πράγμα που επαληθεύεται και από την κρίσιμη κατάσταση της αδερφής.

Ποιο μοτίβο επικρατεί σε αυτήν την ενότητα;
Στο πρώτο μέρος ο επίμονος παρατατικός πιστοποιεί την επαναληπτικότητα των γεγονότων. Κυριαρχούν τρία βασικά μοτίβα: α) η απόλυτη προσήλωση της μητέρας στην άρρωστη Αννιώ (επομένως και η αδιαφορία για τα άλλα παιδιά της),  β) η χειροτέρευση της Αννιώς και γ) η αγάπη της Αννιώς για τα αδέλφια της. Έτσι το κεντρικό τρίγωνο ολοκληρώνεται από όλες τις πλευρές του. Ο αφηγητής, κρυμμένος για την ώρα στο «εμείς», σπάνια ξεχωρίζει ως άτομο («εγώ και οι άλλοι μου αδελφοί», «ενθυμούμαι»). Πρωταγωνιστούν η Αννιώ και η μητέρα.

Ο επαναληπτικός χαρακτήρας του παρατατικού εκδηλώνεται κυρίως με το βασικό μοτίβο ( η μακροχρόνια αρρώστια και η επιδείνωση της υγείας) που ανάγεται σε leitmotiv μέσω του οποίου εξελίσσεται η υπόθεση και διαγράφονται εναργέστερα οι χαρακτήρες: «Εν τούτοις η ασθένεια της Αννιώς ολονέν εδεινούτο», «το παιδίον εχειροτεύρευεν αδιακόπως». Ξαφνικά, η μετάβαση στο ακόλουθο επεισόδιο προετοιμάζεται με την έξαρση του μοτίβου: «Η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος»

v  «όταν εξαντλήθησαν όλα τα μέσα…τέλος»

Κυριαρχεί ο αόριστος, έχουμε αλλαγή του χώρου (σπίτι, εκκλησία, σπίτι) και των προσώπων: μητέρα- αφηγητής -γιος

Μετάβαση από τον παρατατικό στον αόριστο και, κατά συνέπεια, από το επαναλαμβανόμενο στο μοναδικό γεγονός; Πέρα από την αλλαγή του χώρου  (ο κλειστός χώρος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα: σπίτι, εκκλησία- όπου και η αρρώστια, θάνατοι, οδύνη, φόβος) και του χρόνου, έχουμε μετάβαση από την διήγηση στη μίμηση, δηλ. στο δράμα και στην κορύφωσή του. Συνάμα όμως: αλλαγή προσώπων και ισορροπιών. Η Αννιώ παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά πρωταγωνιστές είναι η μητέρα και ο γιος της. Περνώντας σε πρώτο πλάνο με ένα δεύτερο «ενθυμούμαι», ο τελευταίος αυτός ανακαλεί, μαζί με την εφιαλτική ατμόσφαιρα της νυχτερινής εκκλησίας, και τον τραυματισμό του από τα λόγια της μητρικής προσευχής. Όμως οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για την  άρρωστη αδελφή του, δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού, δεν τον εμποδίζει να ομολογήσει απερίφραστα το παράπονό του: «αφ΄ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα επεθύμουν, αλλά τουτ΄αυτό παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον»
Θαυμαστή κορύφωση: η νύχτα της εκκλησίας ολοκληρώνεται για τους τρεις πρωταγωνιστές με τη νύχτα της επιστροφής στο σπίτι. Η μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων μητέρα επιχειρεί ό,τι μπορεί, για να σώσει το παιδί της. Η προσευχή- εκδίκηση του αφηγητή  αναιρεί την προσευχή της. Προάγγελος του θανάτου , ο νεκρός πατέρας κάνει σημαδιακές εμφανίσεις στην αφήγηση.
Το μοιρολόι του δίνει αφορμή για μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Τα ρούχα του είναι μετωνυμικά υποκατάστατα, σύμβολα της παρουσίας του. Η ψυχή του περνάει σαν χρυσαλλίδα. Έτσι, το αναμενόμενο τέλος της Αννιώς έρχεται σχεδόν φυσικό.
Ζεύγη ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας και η Αννιώ στον τάφο, η μητέρα και ο γιος στην ενοχοποιημένη ζωή.

Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, ο λόγος του αφηγητή περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία του από την αδερφή του, την Αννιώ. Στο δεύτερο μέρος , ο λόγος του αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει μετά από μακρά απουσία, ασχολείται με το λόγο της μητέρας που πρεριστρέφεται γύρω από την εμπειρία της από την πρώτη κόρη της, την Αννιώ. Η χρονικά πρότερη εμπειρία στο επίπεδο της ιστορίας παρουσιάζεται μετά τη χρονικά ύστερη (ανάληψη). Όμως ο αναχρονισμός αυτός λειτουργεί ερμηνευτικά ως προς τον αναγνώστη, διότι του δείχνει ότι ο λόγος του αφηγητή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο λόγος της αυθεντίας δηλαδή, έχει διαμορφωθεί με βάση την πλάνη.

4. Χρόνος:
Αρχικά, ο χρόνος δεν παρουσιάζει ουσιαστικές ασυνέχειες, και θα μπορούσαμε  εύκολα να τον οριοθετήσουμε ανάμεσα στο θάνατο του πατέρα και στο θάνατο της Αννιώς. Η παρουσία του αφηγητή και η εμπλοκή του στα γεγονότα  είναι καθοριστική για τη διεξοδική παρουσίασή τους.  Τα κενά, συνδεδεμένα με την πολύχρονη απουσία του, θα φανούν στη συνέχεια. Αν η σκηνή της πρώτης υιοθεσίας περιγράφεται από έναν αυτόπτη μάρτυρα (τον αφηγητή), η εξέλιξη των οικογενειακών πραγμάτων παραμένει ακαθόριστη: «Εγώ έλειπον μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας». Μια ολόκληρη περίοδος από τη ζωή του  υιοθετημένου κοριτσιού συνοψίζεται με τέσσερα ρήματα: «ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη, ηπαντρεύθη».

Έτσι ,αν εξαιρέσουμε όσα ο αφηγητής αναδιηγείται σχετικά με τη δεύτερη υιοθεσία ή με τις ανησυχίες της μητέρας του για τον ίδιο, οι αυθεντικές σκηνές που ολοκληρώνουν το διήγημα είναι βασικά τρεις:
 α) η σωτηρία του δεκάχρονου αφηγητή από τη μητέρα του στο ποτάμι  (επιβάλλεται από την ανάγκη του αφηγητή να ξανακερδίσει και να αποδείξει τη στοργή της μητέρας του απέναντί του)
 β) η ομολογία του αμαρτήματος της μητέρας (ισοσταθμίζει το λόγο –κατηγορητήριο του αφηγητή με το λόγο- απολογία της μητέρας, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα τις συμπεριφορές της)
γ) η εξομολόγησή της στον Πατριάρχη (είδος λυτρωτικής απόπειρας μητέρας και γιου που καταλήγει όμως στα δάκρυα και στη σιωπή).

Ένα δίκτυο πρόδρομων και ανάδρομων(=αναλήψεων: αναφορές σε προτερόχρονα)  αφηγήσεων υπονομεύει την ψευδαίσθηση της γραμμικότητας του βίου.

«Μην μου φέρετε τίποτε… Ήτον καθ΄ην εποχήν…»: εδώ παρατηρούνται 3 επίπεδα χρόνου:
α)ο χρόνος τη β υιοθεσίας (συγχρονία)
β)το επεισόδιο στο ποτάμι (προτερόχρονο ως προς την εξέλιξη της κύριας υπόθεσης)
 γ)χρόνος συγγραφής( ως χρόνος μνήμης αφηγητή –συγγραφέα) που είναι υστερόχρονος σε σχέση με όλα τα αφηγούμενα.

Η εξομολόγηση του «αμαρτήματος» αποτελεί εγκιβωτισμένη αφήγηση (αφήγηση που παρεμβάλλεται μέσα στην αφήγηση).
«ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου…τιμωρήσης»: πρόωρη ένδειξη (προσήμανση) που κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Στο διήγημα, ο αφηγημένος χρόνος ( δηλ. η χρονική διάρκεια που καλύπτουν τα γεγονότα της αφήγησης ως το τέλος της) καλύπτει διάρκεια 28 ετών.
Γίνεται σύντμηση του πραγματικού χρόνου διάρκειας των γεγονότων με παράλειψη (δηλ, υπερπήδηση γεγονότων που δε θεωρούνται σημαντικά για την εξέλιξη της υπόθεσης) και επιτάχυνση (περιληπτική περιγραφή γεγονότων).


5. Πώς και γιατί διαπλέκεται η θρησκεία με τη μαγεία;
Στο αμάρτημα της μητρός μου  η θρησκεία δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τη μαγεία, εφόσον και τα δύο συστήματα αποτελούν συμβολικούς τρόπους δράσης της μητέρας, με στόχο την αποθεραπεία της κόρης. Στο διήγημα, η μητέρα αρχικά αντιστέκεται στις «προτεινόμενες γητειές, φοβούμενη μην αμαρτήση» και καλεί τον  ιερέα να διαβάσει στην ασθενή τους εξορκισμούς του κακού, αλλά αργότερα επιδίδεται σε κάθε λογής μαγικές πράξεις.  Αυτή η εναλλασσόμενη προσφυγή στη μαγεία και στη θρησκεία σε ώρες κρίσιμες είναι 
τυπική στη ζωή της παραδοσιακής κοινότητας. Η μητέρα καταφεύγει στη μαγεία μόνο για να καλύψει ειδικές ανάγκες, πρακτικές ή ψυχικές (θεραπεία κόρης, επικοινωνία με τον νεκρό σύζυγο), ενώ η θρησκεία αποτελεί το μόνο καταφύγιό της για την επίλυση  του υπαρξιακού της δράματος (εξομολόγηση στον Πατριάρχη).
  Η διαπλοκή μαγείας και θρησκείας είναι χαρακτηριστική στο διήγημα.. Αυτή η διαπλοκή πρέπει να τοποθετηθεί στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων του μαγικού και του θρησκευτικού στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό. Παρά τις απαγορεύσεις, οι ιερείς καταφεύγουν στην λεκτική μαγεία (εξορκισμοί του κακού).
 Ο προεπιστημονικός, μυστικός ή προλογικός τρόπος σκέψης χρησιμοποιεί το υπερφυσικό, για να εξηγήσει τα απροσδόκητα και μη ομαλά γεγονότα (αρρώστια Αννιώς). Γι΄αυτό στο διήγημα η μητέρα, μετά τη διάγνωση περί «εξωτικού», πηγαίνει να δέσει μια λωρίδα από το φόρεμα της Αννιώς σε θαυματουργό τόπο και κομίζει στις εκκλησίες λαμπάδα κίτρινου κεριού, χυμένη με τα ίδια της τα χέρια και ίση με το ανάστημα της ασθενούς. Γι΄αυτό η μητέρα καλεί μέσα σε ένα μαγικό σκηνικό την ψυχή του πεθαμένου άντρα της να τους επισκεφτεί. Πριν από αυτό, η μητέρα καταφεύγει στις γητειές και στα «σαλαβάτια» των μαγισσών, που αποτελούν τη μαγικοθρησκευτική θεραπευτική, όπου οι ασθένειες αντιμετωπίζονται με μαγικές πράξεις.
  Στο διήγημα, η μητέρα αρχικά χρησιμοποιεί φαρμακευτική ιατρική, πριν πειστεί για την υπερφυσική προέλευση της ασθένειας της κόρης της. Ο κουρέας της συνοικίας, αυτόκλητος «γιατρός» του χωριού, πληρώνεται αδρά για τις συνταγές του, καθώς και οι γριές με τα θαυματουργά βοτάνια τους. Η μητέρα καλεί, ως ύστατη προσπάθεια, την ψυχή του πεθαμένου πατέρα, παίρνοντας η ίδια το ρόλο του διαμεσολαβητή- μάγου και ελπίζοντας ότι θα ανατρέψει το προδιαγεγραμμένο τέλος της Αννιώς. Ίσως, τέλος, το διήγημα να μην είναι μόνο μόρφωμα των ενδοψυχικών συγκρούσεων του συγγραφέα που έχουν τη ρίζα τους στη θεμελιακή σχέση μάνας- γιου, αλλά και αυτών που ανάγονται στις θρησκευτικές και μαγικές καταγραφές που επιβάλλονται στην παιδική ψυχή( σκηνή της εκκλησίας, μαγική επικοινωνία μητέρας- νεκρού πατέρα).


6. Πώς συμβιβάζονται ο ορθός λόγος και η δεισιδαιμονία;
 Ο ώριμος αφηγητής απηχεί τα κελεύσματα του ορθού λόγου, ενώ η ευσεβής μητέρα του, η Δεσποινιώ η Μηχαλιέσσα, καταλήγει να εκπροσωπεί τη λαϊκή δεισιδαιμονία. Ο ώριμος αφηγητής μοιάζει να εκπροσωπεί, απλώς, τον θετικιστικό ορθολογισμό, τη βαθιά πίστη στην επιστημονική αλήθεια, την ανόθευτη αισιοδοξία του 19ου αιώνα στην ερευνητική και απελευθερωτική δύναμη των ραγδαίων αναπτυσσόμενων επιστημών. Κάποιες περιγραφές της άρρωστης Αννιώς έχουν την κλινική ακρίβεια της ιατρικής παρατήρησης, ενώ άλλοτε επιστρατεύεται η ψυχολογία για να ερμηνεύσει ανεξήγητες κατά άλλα συμπεριφορές ( η εξακολούθηση πληρωμής του κομπογιαννίτη γιατρού, η ερώτηση στην Αννιώ ποιον αδελφό προτιμά…). Αποκορύφωμα απέλπιδος δεισιδαιμονικής θρησκευτικότητας της μάνας η εξιλαστήρια «ανθρωποθυσία» στο θεό της αγάπης: ο γιος προσφέρεται λύτρον αντί της κόρης!
Γιος και μητέρα προσεγγίζουν καρδιακά ο ένας τον άλλον, καθώς το διήγημα βαίνει εντέχνως προς τη λύση. Πώς διαλέγονται τόσο λειτουργικά και αποτελεσματικά  ο ορθολογιστής και ο δεισιδαίμων; Ο ορθολογισμός του διανοούμενου αφηγητή είναι ιδιάζων. Πρώτον, ο αφηγητής εμμένει στην πίστη των πατέρων του, δείχνει να συμμερίζεται την παραδοσιακή πίστη της κοινότητας και της μητέρας, επικαλείται αυστηρώς θεολογικές αρχές, αναγνωρίζει σχεδόν μητρική την παρέμβαση της εκκλησίας, προκειμένου η δική του μάνα να ξεπεράσει το θλιβερό (και δεύτερο!) θάνατο της κόρης της, καταλήγει να ζητήσει τη βοήθεια του Πατριάρχη, όχι βεβαίως του ανώτερου κληρικού που εκφράζει αυθεντικά την αλήθεια, αλλά του σοφού και σεβάσμιου ανθρώπου, του προσωπικού φίλου, προκειμένου να απαλλάξει τη μητέρα του από τον πόνο και τις τύψεις μιας ζωής.
Πουθενά, λοιπόν, το αδιάλλακτο πνεύμα της αθεΐας και του αντικληρισμού. Καμία επιθετικότητα για τους πατριώτες του τους έλληνες πιστούς και δεισιδαίμονες. Πλήρη κατανόηση για τη Δεσποινιώ, την πονεμένη μάνα, που μπλέκει την πίστη με τις προλήψεις. Πρόκειται, δεύτερον, για ιδιάζοντα ορθολογισμό, γιατί διαπνέεται από την ελληνική καταπληκτική αίσθηση του μέτρου και δε θυμίζει καθόλου τον μονομερή και επιθετικό ορθολογισμό της Δύσης. Ομολόγως, η κατά συμβιβασμόν δεισιδαιμονία της μητέρας δεν ταυτίζεται με καμία μαγική θεώρηση του κόσμου, δεν καθυποτάσσει σε ανεξέλεγκτες δυνάμεις την ανέλιξη της ζωής. Οι λαϊκές προλήψεις υπάρχουν για να υπηρετούν ως ένα βαθμό την κοινωνική λειτουργικότητα.
Ως προς το τέλος, προβάλλει η δραματική αλήθεια της ζωής: μαζί τα πάθη με την κάθαρση, μαζί ο χρόνος που γιατρεύει την πληγή μαζί και ο πόνος που ριζώνει στην ψυχή της χαροκαμένης μάνας.


                                   7. Ποιο είναι το ήθος της μητέρας και του γιου;

Ηθογραφικός κόσμος


μητέρα
τραγικό πρόσωπο,  διχάζεται εσωτερικά ανάμεσα στην αποκλειστική αφοσίωση στην Αννιώ, ξεπληρώνοντας έτσι το ακούσιο «αμάρτημά»
της, και στη στοργή που πρέπει να δείχνει στα άλλα παιδιά της. Είναι καταπιεσμένη κοινωνικά και χαμηλού πνευματικού επιπέδου και έτσι ο ψυχισμός της εμφανίζεται ιδιότυπος. Παγιδευμένη στο αμάρτημά της, σιγά –           σιγά βγαίνει από την παθητική κατάστασή της και αναλαμβάνει το ρόλο της γυναίκας- μητέρας, που δεν καταφέρνει να βρει τη λύτρωση, ούτε μιλώντας με τον Πατριάρχη.


Αφηγητής-γιος: αυθόρμητος, πηγαίος, με όνειρα για το μέλλον. Νιώθει δεσμώτης ανάμεσα στο μητρικό και αδερφικό φίλτρο και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, για να κερδίσει την εύνοια κυρίως της μητέρας, η οποία τον τραυμάτισε θανάσιμα ψυχικά με τη προσευχή της στην εκκλησία. Ο αφηγητής –γιος ζει ένα δράμα, από τη στέρηση της μητρικής στοργής που μένει ουσιαστικά αθεράπευτη. Πίσω από την οικογενειακή ομόνοια αναδεύουν θολές καταστάσεις και καλύπτουν βουβές συγκρούσεις ή παράπονα οι ανικανοποίητες ατομικές ή εγωιστικές ανάγκες. Ο λόγος δεν είναι ομολογία. Είναι απόκρυψη. Η συμβολή του γιου στην εξομολόγηση της μητέρας λειτούργησε σαν λύτρωση και για αυτόν.

  1. Στο διήγημα, από πού γίνεται φανερή η επίδραση από τη γενέθλια θρακική ύπαιθρο και τη φαναριώτικη και ευρωπαϊκή παιδεία;
Α.  από τη γλώσσα στα διαλογικά μέρη και την περιγραφή τοπικών εθίμων και αντιλήψεων
 λαογραφικά στοιχεία: εθιμοτυπικό υιοθεσίας, προκαταλήψεις,  ενδυμασία, θέση της γυναίκας, θρησκευτικά έθιμα…
(Η λαογραφία αποτελεί παράγοντα που συντελεί στην ανάπτυξη του διηγήματος γύρω στα 1880. Το αφετηριακό υλικό της λαογραφίας αντλείται από τη μνήμη, την παρατήρηση, την προσωπική μαρτυρία, την καταγραφή υλικού…)
Β. από τη λόγια γλώσσα, την αίσθηση του μέτρου, τη θρησκευτικότητα
Γ. στις σπουδές στην ψυχολογία και τις εργασίες για τις ευρωπαϊκές μπαλάντες οφείλεται το δραματικό- συγκρουσιακό στοιχείο.

9.      Δομικό στοιχείο των διηγημάτων είναι η αφηγηματική έκθεση των γεγονότων με συντομία και λιτότητα, ώστε να μεταδοθεί αμέσως μια εντύπωση (μονοκεντρισμός του ενός επεισοδίου). Στο συγκεκριμένο διήγημα έχουμε έκταση της αφήγησης σε περισσότερα του ενός επεισόδια («αναλυτικό διήγημα»).
Κατά τον Παλαμά,  ο Βιζυηνός «ρέπει προς τη μυθιστοριογραφίαν»

10.  ποιος είναι ο ρόλος των περιγραφών;
Οι λιγοστές περιγραφές αποτελούν «οργανικά μέρη της αφήγησης», όχι παρέμβλητα «ξένα σώματα». Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώσουν κενά, να δημιουργήσουν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήσουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα σε ανθρώπους και πράγματα.

11. Το τέλος του διηγήματος αποτελεί λύση στο πρόβλημα που τίθεται στην αρχή με τον τίτλο. Η δομή λειτουργεί κυκλικά.
Με τη σιωπή στο τέλος υποδηλώνει ο αφηγητής την ατελέσφορη απόπειρα κάθαρσης


Κ. Βάρναλης, Οι πόνοι της Παναγιάς
Η Παναγιά εξανθρωπίζεται και παρουσιάζεται ως πονεμένη μάνα. Η μάνα, με στοργή και τρυφερότητα προσπαθεί να κρατήσει το γιο της μακριά  από τους ηρωικούς αγώνες και τις συγκρούσεις (ρεαλιστική και καθόλου ιδεαλιστική τοποθέτηση, ανθρώπινη προσέγγιση σε ένα ποίημα που ανήκει στη συλλογή Σκλάβοι   Πολιορκημένοι).

Ι. Πολέμη, Η μάννα

Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος Τα κόκκαλά του τρίζουνε
με χέρια αφορεσμένα, τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
κτυπά και δέρνει αλύπητα τα παγωμένα χνώτα του
τη μάννα που τον ‘γέννα. του λιβανιού μυρίζουν.
Ως που μια μέρα η δύστυχη, - Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
μες του καημού το βάρος, εμένα λένε Χάρο
πικρά τον καταράστηκε: πούναι τον, μάννα, πούναι τον
- Που να σε κόψει ο Χάρος! το γυιο σου να τον πάρω;
Το λόγο δεν απόσωσε - Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
να κι η κατάρα πιάνει, μα τη ζωή του Δήμου!
να τον κι ο Χάρος πούρχεται Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
με κοφτερό δρεπάνι. όχι για το παιδί μου!



Ο γάμος
Η Ιζαμπέλα, μια χειραφετημένη και ιδιότροπη γυναίκα, ψάχνει να βρει την ισορροπία της μέσα από την τέχνη και θυσιάζει το σύζυγό της, που τον θεωρεί απειλή για την τέχνη της. Η γυναίκα του Διγενή,  με την παρουσία- ή καλύτερα με την απουσία της, λόγω της αρπαγής της- δηλώνει τη σκληρότητα της ζωής των Ακριτών, αλλά και τη γενναιότητα του άντρα της που πάει να τη σώσει. Η ίδια, περιποιητική με τα ζώα τους, περιμένει τον καλό της σε μια κοινωνία που δεν την αφήνει σαφώς να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ακριτικό, Η αρπαγή της γυναίκας του Διγενή
Ολόκληρος ο μύθος αναπτύσσεται πάνω σε ένα μέτρο υπερφυσικό που προβάλλει την εξαιρετική ατομικότητα του ήρωα αλλά και του αλόγου ως βοηθού του ήρωα. Στα στοιχεία αυτά αναγνωρίζουμε το χαρακτηριστικό ηρωικό κλίμα  του ακριτικού τραγουδιού. Ο χαρακτήρας του τραγουδιού είναι επικός.
Πρόκληση= αρπαγή της γυναίκας του Διγενή
Αντίδραση στην πρόκληση= απάντηση του Διγενή
Ηρεμία αγροτικής ζωής vs διατάραξη της ηρεμίας της αγροτικής ζωής (ταραχώδης ζωή των ακριτών)
Άλογο: ένας vs πολλοί
          Αδύναμος, γέρικος vs  νέοι, δυνατοί
Αγώνας- προσπάθεια αντιήρωα vs  αποτυχία αντιήρωα =ήττα
Αγώνας- προσπάθεια ήρωα vs επιτυχία ήρωα = νίκη
Περιορισμένος ο ρόλος της γυναίκας ως αυτής που φροντίζει το άλογο και αυτό ανταποδίδει την καλοσύνη και στο τέλος ως αυτής που σώζεται από τον ήρωα-ακρίτα.



Χατζής, Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ
Δεν έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του διηγήματος και μοιάζει περισσότερο με δοκίμιο, που εξετάζει το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και τη ζωή του καλλιτέχνη, πρόβλημα που εξετάζεται από πολλές επιστήμες καθώς η καλλιτεχνική ιδιοφυία συνδέεται συχνά με τη ψυχοπαθολογία.
Πριν το γάμο: το έργο της χαρακτηριζόταν από αρμονία, ομορφιά, συμμετρία,  σαν να δάμασε καλλιτεχνικά τον κόσμο γύρω της.
Κατά τη διάρκεια του γάμου:   το έργο της χαρακτηρίζεται από κακοτεχνία, ενώ η ζωή τα μπήκε σε μια τάξη
Τα χρόνια της τρέλας: το έργο της πήρε ξέφρενο ρυθμό, σαν να βιάζεται να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο. Μέσα από το έργο της, προσπαθούσε, τελικά, να ξεπεράσει τις αντίξοες συνθήκες και τις αδυναμίες του εαυτού της και της ζωής της, συνθέτοντας την ομορφιά.






Β Λογοτεχνικά Ρεύματα
Υπερρεαλισμός( μανιφέστο από Αντρέ Μπρετόν, 1924 )
·         Είναι το μακροβιότερο και το πιο σημαντικό από τα πρωτοποριακά κινήματα
·         Οι υπερρεαλιστές είναι έντονα επηρεασμένοι από την ψυχανάλυση. Σύμφωνα με αυτούς, ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, την τύχη, το όνειρο και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας και της ευλογοφάνειας.
·         Όσον αφορά τη λογοτεχνία, καλλιέργησαν κυρίως την ποίηση. Χρησιμοποιούν την καταγραφή των ονείρων, την ύπνωση, καθώς και τη λεγόμενη αυτόματη γραφή, στην οποία υποτίθεται πως ο δημιουργός καταγράφει χωρίς καμιά επέμβαση της λογικής ό,τι υπαγορεύει το υποσυνείδητό του.
·         Η ποίησή τους φημίζεται για την άρνηση κάθε περιορισμού, την απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική, τους απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων και τις εντυπωσιακές εικόνες, καθώς και για στοιχεία όπως το όνειρο, ο έρωτας, το χιούμορ, το παράλογο. Απουσιάζει ο λογικός ειρμός, ο έλεγχος, το θέμα, η στίξη.
·         Συνδέθηκαν με τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής, θεωρώντας ότι η επανάστασή τους δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στην ποίηση, αλλά θα πρέπει να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή.
Σημ. Το υποσυνείδητο είναι από τη φύση του φευγαλέο και δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις. Η δύναμη και η ορμή των λέξεων βρίσκονται στην έκταση, κατά την οποία ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημά τους. Οι λέξεις συνδυάζονται έτσι που να μην υπακούν σε ορθολογικούς νόμους.

Αρχές συμβολισμού
·         Περιορίζει στο ελάχιστο το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος, αποφεύγοντας τις αναφορές σε συγκεκριμένες έννοιες. Από την άλλη, προβάλλει με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή τα συναισθήματα.
·         Προχωρά στην άμεση συσχέτιση των αντικειμένων με την ψυχική του διάθεση, προσδίδοντας τους κατά τον τρόπο αυτό ρόλο και διαστάσεις συμβόλων.
·         Το ποίημα πάλλεται μουσικά, χωρίς να φτάνει στην υπερβολή.
·         Η ατμόσφαιρα είναι υποβλητική. Ο αναγνώστης δεν «ακούει» τα συναισθήματα του ποιητή, τα αισθάνεται, «βυθίζεται» μαζί τους σε ένα ρευστό χώρο και χρόνο.
·         Ο τόνος του ποιήματος είναι χαμηλόφωνος. Πρόκειται για ποίηση που δε φωνάζει, δε θέτει στην υπηρεσία της ρητορισμούς και μεγαλοστομίες.
·         Η τάση προς τις σπάνιες λέξεις και εξεζητημένες εκφράσεις είναι τυπικό χαρακτηριστικό της ποιητικής των συμβολιστών.




Παρνασσισμός:
·         αντίδραση στο ρομαντισμό
·         Αναζητά την έμπνευση στην κλασική παράδοση, στο ρωμαϊκό και αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
·         Άψογη μορφική εμφάνιση των ποιημάτων και απάθεια
·         Ηχηρός και ρωμαλέος στίχος, πλαστική επεξεργασία, πλούσια ομοιοκαταληξία, χρήση της μοναδικής λέξης, αυστηρή ισορροπία, ηχητικός πλούτος.
·         Λείπει από τα ποιήματα η ζωή και η ανθρώπινη τρυφερότητα.
·         Οι Έλληνες παρνασσικοί διατηρούν την υποκειμενική στάση, την αισθηματολογία, απλότητα στην έκφραση, τη θέρμη της καθημερινής ομιλία, την καθημερινότητα.
Ρεαλισμός
Πρόκειται για την πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας και του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων. Ο συγγραφέας κρατά αντικειμενική στάση και η πρόθεσή του είναι να εκθέσει γεγονότα με πειστικότητα αποκλείοντας συναισθήματα, κρίσεις, προσωπικές ερμηνείες. Έτσι, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι συμμετέχει ο ίδιος στα γεγονότα ( η άποψη των ανθρώπων ότι η τέχνη είναι μίμηση προϋποθέτει ρεαλιστική βάση).
Τα πραγματικά γεγονότα μετασχηματίζονται σε έργο τέχνης από το δημιουργό του λογοτεχνικού έργου, ανάλογα προς τη συγκίνηση, τη δύναμη της φαντασίας, την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας. Επηρεάζονται από τους οραματισμούς, τις επιθυμίες, τις προκαταλήψεις, τις ιδέες του συγγραφέα. Δίνει ο συγγραφέας μια άποψη της ζωής με ζωντάνια, πληρότητα,  πειστικότητα. Τα γεγονότα παρουσιάζονται «κατά το εκός και το αναγκαίον». Ο ήρωας είναι τύπος ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, πλαστός, όχι εξωπραγματικός. Κριτήριο της αξίας είναι η «εντύπωση της αλήθειας».
Χαρακτηριστικά του ρεαλισμού:
·         Τάση για αντικειμενικότητα
·         Αφήνει τα πράγματα να μιλήσουν μόνα τους
·         Κοινές εμπειρίες (όχι ηρωικά κατορθώματα, περιπέτειες)
·         Κοινά θέματα
·         Κριτική στάση στην κοινωνία και στις συμβατικές αξίες


Νατουραλισμός
Κατά το νατουραλιστή, ο άνθρωπος διαμορφώνεται από την κληρονομικότητα, την επίδραση του περιβάλλοντος και τις παραστάσεις, Π νατουραλιστής δίνει πιστή εικόνα της πραγματικότητας και επιμένει στις λεπτομέρειες. Μιμείται την πραγματικότητα, μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων, για να δείξει πως είναι δέσμιοι των δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων (εξωτερικές δυνάμεις: φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις που περιορίζουν την ελευθερία- εσωτερικές παρορμήσεις: γενετήσιο ένστικτο, πείνα, σκληρότητα, μοχθηρία που αφαιρούν από τον άνθρωπο την ιδιότητα του ηθικού και λογικού όντος και τον υποβιβάζουν στο επίπεδο των κατώτερων ζώων). Η συμπεριφορά παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα των διαθέσεων της στιγμής ή των κληρονομικών παρορμήσεων. Ο νατουραλιστής επιμένει στη φωτογραφική λεπτομέρεια και στην εξονυχιστική περιγραφή.

Ρομαντισμός
Πνευματικό κίνημα του 18 ου αιώνα
Αποτελεί αντίδραση στον κλασικισμό και στον ορθολογισμό του διαφωτισμού, Πρόκειται για μια νέα άποψη για τη ζωή και την τέχνη-  αντικατάσταση  του λογικού από τη φαντασία και το συναίσθημα.
Τα θέματα είναι ο θεός, η φύση, το εγώ, η φαντασία, η περιπέτεια. Τα σκηνικά είναι τα ερείπια, το φεγγάρι, βροχή, παρελθόν, τοπικό χρώμα, μελαγχολία (η αρρώστια του αιώνα). Χαρακτηριστικά: ελευθερία, ενθουσιασμός, πάθος υποκειμένου, θελημένη ακαταστασία, προσωπική δημιουργική έκφραση.

Ηθογραφία
Είναι η στροφή των λογοτεχνών από την ύπαιθρο, με στόχο την περιγραφή και την απεικόνιση των ηθών και των εθίμων του ελληνικού λαού. Έτσι, συνδέθηκε η λογοτεχνία με τη λαϊκή ψυχή, γράφτηκαν πρωτότυπα έργα προσαρμοσμένα στη σύγχρονη ζωή και δημιουργήθηκε εθνική πεζογραφία (συνέβαλε στην καλλιέργεια του ηθογραφικού διηγήματος και η ανάπτυξη της λαογραφίας με το Νικόλαο Πολίτη). Οι συγγραφείς στην προσπάθειά τους για μια ολοένα και πιο  πιστή αναπαράσταση και απεικόνιση της ζωής της υπαίθρου, έδωσαν στο έργο τους ρεαλιστικό και νατουραλιστικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η προσκόλληση στην ειδυλλιακή ζωή της υπαίθρου έφερε στασιμότητα στον πεζό λόγο. Επικρατεί ο τοπικός χαρακτήρας στα έργα, η εθιμογραφία, ο λαογραφισμός.


Παράδοση και νεωτερικότητα

Η παραδοσιακή ποίηση υποτάσσει το ποίημα σε κανόνες (μέτρο, ομοικαταληξία, αριθμός στίχων και συλλαβών…), σε λογική αλληλουχία.

Η νεότερη ποίηση
·         Εξωτερικά χαρακτηριστικά: όχι ομοιόμορφες στροφές, ομοιοκαταληξία, μέτρο
·         Εσωτερικά χαρακτηριστικά: παρακολουθούμε το ποίημα σχεδόν την ώρα που δημιουργείται. Οι εικόνες είναι ασχημάτιστες. Υπάρχει εσωτερικός ρυθμός, μηχανισμοί προεκτάσεων και συνειρμών.





Γ  Κωνσταντίνος  Καβάφης

Η Καβαφική «πολιτεία»
  • Υπερρομαντική μελαγχολία
  • Υψηλή αντίληψη για την τέχνη
  • Ιστορικό- μυθολογικό στοιχείο
  • Αναμέτρηση του κόσμου των ανθρώπων και των θεών
  • Ανθρώπινη αξιοπρέπεια, περηφάνια
  • Ειρωνεία, βαρυθυμία, σοβαρότητα


Καβαφικά ποιήματα

  1. ηδονικά: ανάμνηση, αναπόληση, ευγένεια, αξιοπρέπεια, μετουσίωση συναισθημάτων σε ποίηση
  2. φιλοσοφικά: ματαιότητα ανθρώπινων μεγαλείων, «ύβρις», βαριά ατμόσφαιρα μοίρας, αναπότρεπτο, αμετάκλητο, η ματαιότητα οδηγεί στην πίστη στη σωτηρία
  3. ιστορικά: με την απόκρυψη πετυχαίνει την καίρια έκφραση. Τα ιστορικά πρόσωπα έχουν αυτοδύναμη, ανεξάρτητη ύπαρξη.


Ό,τι και να πει κανείς, δεν είναι δυνατόν να ορίσει με αντικειμενική ακρίβεια το νέο που ο Καβάφης «εκόμισε εις την Τέχνην». Η Ποίηση είναι κάτι που διαφεύγει από ορισμούς εννοιολογικούς. Πάντως, το βέβαιο είναι πως η πρωτοτυπία του είναι φανερή αμέσως. Δε μοιάζει με κανένα προγενέστερό του ή μεταγενέστερο σε όλα τα καθέκαστα: αντίληψη της ζωής και του βίου, ποιητική τέχνη. Ενώ τοποθετείται στην Παράδοση, συνάμα την ανατρέπει, εγκαταλείποντας κάθε γνώριμο στοιχείο. Η ποιητική του γλώσσα δε διαφέρει από τη γλώσσα της ομιλίας. Η στιχουργική του «εξαρθρώνει» τα παραδομένα στιχουργικά συστήματα, κρατώντας μονάχα τις καθιερωμένες μετρικές μορφές, ως σχήματα ή πλαίσια μόνο, γεμίζοντάς τα με ένα νέο ήχο και ρυθμό εντελώς αντιρρητορικό, απολύτως υποβλητικό, με τα πιο κοινά και λιτά μέσα. Παράξενη είναι η χρήση μιας πεζολογικής συχνότατα κυριολεξίας, που μ΄ όλα αυτά κατορθώνει να γίνει ποίηση και μάλιστα ποίηση καθαρή με τον αυστηρό συχνά καθορισμό ορισμένων πνευματικών σημείων που δημιουργούν μια ανθρώπινη κατάσταση με προεκτάσεις στο πνεύμα. Λείπουν τα γνωστά εκφραστικά μέσα της ενάργειας ή σπανίζουν. Υπάρχει το εσωτερικό δραματικό στοιχείο, που είναι από τη μια της ουσίας, στο χώρο της ψυχολογίας, και μαζί της μορφής (η αντινομία προβάλλει το πρόσωπο ή την κατάσταση σαν σε πορτραίτο ζωγράφου). Το λυρικό στοιχείο βγαίνει από τη συμμετοχή του ποιητή στην κατάσταση του προσώπου που το προσωπογραφεί, ως να ταυτίζεται μ΄ αυτό ή να οικειοποιείται ην κατάσταση του και την τύχη του και δε μένει ψυχρός και αντικειμενικός.
Ο διδακτισμός
Υπάρχει αναμφισβήτητα στον Καβάφη διδακτισμός. Σε πλείστα ποιήματα ο Καβάφης αποτείνεται σε κάποιον σε β πρόσωπο, και του υποδεικνύει παραινετικά τι πρέπει να κάμει ή να μην κάμει. Παρά ταύτα ο διδακτισμός του Καβάφη είναι κατά κάποιο τρόπο μέσα στην ουσία της ποίησής του. Δεν είναι κατά γενικό κανόνα ποτέ μια στεγνή διανοητική απόφανση, που βγαίνει από το στόμα του ποιητή προς συμμόρφωσιν. Η διδακτική χειρονομία, όπου υπάρχει, ως προτροπή, συμβουλή ή παραίνεση, είναι απλώς χειρονομία, τρόπος και ο μόνος τρόπος έκφρασης. Και ο φαινομενικός διδακτισμός είναι και αυτός στοιχείο της πρωτοτυπίας του Καβάφη ως ποιητή, ιδίου τύπου, δραματικού ποιητή, όμως ,και όχι δασκάλου. Το ότι απ΄ αυτό τον τρόπο εξάγεται και ως απόρροια και κάποιο δίδαγμα με τη γενικότερη σημασία, κάποια ενέργεια, αυτό είναι ζήτημα της ποίησης γενικά, που, όπως κι αν είναι, αφήνει πάντα στην ψυχή μας ένα κατάλοιπο.

Ο ανθρωπισμός

Η ποίησή του είναι ένα είδος ανθρωπολογίας ειδικά καβαφικής, που διαφέρει από κάθε άλλη άλλου ποιητή.  Ο καβαφικός άνθρωπος είναι εκείνος της καθημερινότητας, όχι ο ήρωας μέσα σε έκτακτες και υψηλές στιγμές, όπως εκείνος του Σολωμού των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», αν και ο άνθρωπος του Καβάφη είναι επίσης πολιορκημένος, τοποθετημένος πάντα μέσα σε κάποιο αδιέξοδο δημιουργημένο από τις συνθήκες του βίου και τη φορά των πραγμάτων. Υπάρχει φανερά μια αναλογία, ανάμεσα στους δυο τρόπους πολιορκίας, αλλά και διαφορά ως προς το είδος των «τειχών», όπως και τη στάση των πολιορκημένων απέναντι σε αυτά.
Οι πολιορκημένοι ή οι δεσμώτες του Καβάφη είναι κατά γενικό κανόνα όλοι οι άνθρωποι ή πας άνθρωπος, σ΄ όλη τη διαδρομή της ιστορίας, από τον Όμηρο από κει στην Αλεξανδρινή εποχή, και κυρίως σ΄ αυτήν και κατά προέκταση στο Βυζάντιο, έως σήμερα.  Η θεώρηση του ανθρώπου πάντα τοποθετημένου σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής, τραγική, στην αντίφαση ανάμεσα στη δέσμευση των συνθηκών, που σχηματίζουν γύρω του ένα φοβερό κλοιό, αδιέξοδο, και στην πολιορκημένη θέλησή Ο ανθρωπισμός του Καβάφη ορίζεται και εκδηλώνεται στο απαράβατο γεγονός ότι ο δεσμευμένος άνθρωπος διατηρεί την ανθρωπιά του με πολλή οδύνη, παίρνοντας πάντα στάση μιας παθητικής αντίστασης, βεβαιώνοντας ότι η πολιορκία δεν εκμηδενίζει μέσα του την ανθρώπινη ουσία του, την αναδεικνύει μάλιστα, καθώς επιστρατεύει τις δυνάμεις του και την κρατεί αδιάφθορη κατορθώνοντας να σταθεί ασύντριφτος με αξιοπρέπεια και αδρανή  «ανδρεία».
του ή το πνεύμα, το έμφυτο μέσα του πνεύμα της ελευθερίας, που ασφυκτιά.

Ο κόσμος της ανάγκης
Ο Καβάφης είναι ο ποιητής της Ανάγκης νοημένης ως το αντίθετο της ελευθερίας. Βλέπει τον άνθρωπο πολιορκημένο από συνθήκες βίου αξεπέραστες, μέσα σ΄ ένα καταθλιπτικό αδιέξοδο. Αυτό το «σχήμα πολιορκίας» είναι σταθερό μέσα σ΄ όλη του την ποίηση, αποτέλεσμα βιοθεωρίας, και δίνει ως θέση κεντρική ενότητα στο έργο του. Ο Καβαφικός άνθρωπος απέναντι σ΄ αυτό το ανυπέρβλητο σχήμα «σχήμα πολιορκίας», που τον περιβάλλει, απέναντι στην Ανάγκη, που ματαιώνει κάθε δυνατότητα ελευθερίας, τον δεσμεύει, δεν ξεπέφτει  σε μάταιες χειρονομίες ή κραυγές διαμαρτυρίας. Στέκει ευθύς, ακέραιος, με σιωπηρή εγκαρτέρηση μπροστά στο μοιραίο. Διατηρεί την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του με μια «ηρωική» όψη αταραξίας, ως να ‘ναι καθήκον προς τον εαυτό του τον ίδιο να μην αφεθεί να πέσει σε ανάξιους για την ανθρώπινη οντότητά του εξευτελισμούς. Λίγοι εκλεκτοί και άξιοι «τιμής» το κατορθώνουν. Οι πολλοί, το μεγάλο ανώνυμο πλήθος, προσπαθούν μάταια να γλιτώσουν ανίκανοι να σταθούν στο ύψος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το εξαιρετικό αποτυχημένο άτομο οφείλει να υψωθεί ως αυτό το «χρέος» και να σταθεί ακέραιο και ακατάδεχτο περισώζοντας την ανθρωπιά του.













Δ ΤΡΙΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ένα υπερρεαλιστικό ποίημα

Οδυσσέας Ελύτης, Η τρελή ροδιά
Μότο: το ποίημα είναι γραμμένο σε γρήγορο, λαχανιαστό ρυθμό. Είναι γεμάτο κέφι, αισιοδοξία.
Τρελή= η έξοδος από τον κόσμο της λογικής σηματοδοτεί  παράλληλα την είσοδο στον αντισυμβατικό κόσμο της ποίησης.
Ο ήλιος, το φως… είναι πάγια στοιχεία στην ποίησή του
Το ποίημα έχει αλληγορική λειτουργία και προσφέρεται για ποικίλες αναγνώσεις
Το ποίημα είναι ένα πανηγύρι των αισθήσεων.
Μπορεί να διαβαστεί και ως ποίημα ποιητικής.
Να προσεχθούν η μορφή του ποιήματος, ο γλωσσικός πλούτος, η εκφραστική ελευθερία, η τόλμη των μεταφορών, η απουσία στίξης…
(ΟΔΗΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΛΥΚΕΙΟ, για το σχολικό έτος 2004-2005, ΟΕΔΒ)

Πρόκειται για άλλο τρόπο του νοείν, με δημιουργική φαντασία και όνειρο, ελευθερία από λογικές δεσμεύσεις, πρωτότυπους συνδυασμούς λέξεων και εικόνων. Η πραγματικότητα μεταμορφώνεται, σύμφωνα με το όραμα του ποιητή, όλα είναι προσωποποιημένα, εμψυχωμένα από τη δημιουργική πνοή της ροδιάς. Ένα μήνυμα ζωής που μας διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. « Το ποίημα του Ελύτη συνοψίζει τον ονειρικό φωτόκοσμο, τη λυρικότητα, τη φυσιολατρική εξιδανίκευση, την αγνή ελληνικότητα των «Προσανατολισμών».

Ένα παρνασσιστικό ποίημα
Παλαμάς, [πατρίδες! Αέρας, γη…]
Πρόκειται για σονέτο, ένα λυρικό είδος που καλλιεργείται κατεξοχήν από την Αθηναϊκή σχολή και συναντιέται συχνότατα στην παλαμική ποίηση. Η αρχαία φιλοσοφική αντίληψη για την αφθαρσία της ύλης  μετουσιώνεται ποιητικά από τον ιδεαλισμό του Παλαμά.  Η έμπνευση από την κλασική παράδοση, η φροντίδα για τη μορφή, ο ρωμαλέος στίχος είναι παρανασσιστικά στοιχεία (στροφές: 4+4+3+3, ιαμβικοί δεκατρισύλλαβοι, σταυρωτή ομοιοκαταληξία: αββα, βααβ, γγδ, εεδ). Η μεταφορική χρήση της γλώσσας δίνει ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση.  Εφαρμόζει το ποιητικό υποκείμενο τη θεωρία του Εμπεδοκλή στη δική του οντότητα, προσπαθώντας να βρει τη λύση στο υπαρξιακό του πρόβλημα.

Ένα (νέο-) συμβολικό ποίημα
Τ. Άγρας, Αμάξι στη βροχή
Μορφικά στοιχεία: ιαμβικό μέτρο, ο 1ος, 2ος,4ος,5ος είναι οκτασύλλαβοι στίχοι με   ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία-α με β, δ με ε, ο 3ος και 6ος είναι πεντασύλλαβοι και ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους.
Υπάρχει μουσικότητα, συσχετίζεται το αντικείμενο με το συναίσθημα, η ατμόσφαιρα είναι υποβλητική, χαμηλόφωνος ο τόνος, σπάνιες λέξεις, εξεζητημένες εκφράσεις.
Πρόκεται για ποίηση της Αθηναϊκής γειτονιάς και του αττικού τοπίου.

Υπάρχουν στοιχεία θρήνου για την κατάρρευση της παλιά Αθηναϊκής αισθητικής. Η αναζήτηση καταφυγίου στα περασμένα είναι στοιχείο νεορομαντικό. « … κυρίαρχο τόνο δίνει η μονοτονία  και η καθημερινότητα των καταστάσεων, μια ατμόσφαιρα μουντή, κυριαρχούν τα θλιμμένα δειλινά, η βροχή, η θλίψη της Αθηναϊκής γειτονιάς… δείχνει μια εξαιρετική  φροντίδα στην τεχνική και επεξεργάζεται πολύ τα ποιήματά του  ώσπου να τους δώσει την οριστική μορφή» (Λίνος, Πολίτης).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου